Μία κριτική ματιά «Πέρα από το Φώς»

Μία κριτική ματιά «Πέρα από το Φώς»

 

Διαβάζοντας τον πρόλογο του βιβλίου, έμεινα αρκετή ώρα μετέωρος, σιωπηλός, και …. άρχισα να διαπιστώνω ότι σε πολλά σημεία του, διαφωνώ! «Εάν χαθείς στο χρόνο, εκείνος δεν θα σε περιμένει. Όλοι και όλα στο χρόνο προχωρούν, είτε το θέλουμε είτε όχι», σημειώνει ο συγγραφέας. Πράγματι, αυτό συμβαίνει διότι ο χρόνος είναι μονάχα ψυχολογικός, πραγματικός χρόνος στο Σύμπαν (που είμαστε μέρος του) δεν υφίσταται. «Τα όνειρα, τον πόνο, την πίκρα, την νοσταλγία, πρέπει να τα διαχειριστείς δημιουργικά και τότε θα σου δείξουν το δρόμο. Η ελπίδα δεν είναι μία ουτοπία που δημιουργείς αλλά, αν την πιστεύεις και αγωνιστείς γι’ αυτήν, θα την πραγματοποιήσεις», συνεχίζει ο συγγραφέας, στην επόμενη παράγραφο. Ο Καζαντζάκης για να νιώσει ελεύθερος, δεν πίστευε και δεν ήλπιζε πουθενά. Η ελπίδα, έχει μπολιαστεί μέσα μας σαν κάτι καλό, αλλά δεν είναι. Επί της ουσίας είναι χρόνος, περιμένω κάτι… και όσο ζω, το περιμένω, ελπίζω….. Είναι χρόνος που μας αφαιρεί ενέργεια. Αν δεν ελπίζω σε τίποτε, αν δεν πιστεύω σε τίποτε, όχι μόνο είμαι ελεύθερος αλλά από το σημείο αυτό ξεκινά και η έρευνα για το άγνωστο. Το άγνωστο μας τρομάζει όμως, μας φοβίζει. Για το λόγο αυτό επιστρέφουμε πάντοτε στο παρελθόν, που το ξέρουμε και μας παρέχει ασφάλεια. Ό,τι μας είναι γνωστό δεν μας προκαλεί φόβο.

«Η Αγάπη, ο έρωτας και η ένωση δεν γεννάνε μόνο συναισθήματα, γεννάνε το αύριο και δίνουν ουσία στο παρόν», λέει ο συγγραφέας πιο κάτω. Ο έρωτας και η ένωση, πράγματι γεννάνε συναισθήματα αλλά όχι αγάπη. Τα συναισθήματα είναι προϊόντα της επιθυμίας, δηλαδή της σκέψης. Από τη φύση τους, είναι συγκρουσιακά, γεννούν αντιθέσεις, χαρά-λύπη, διότι η σκέψη μας έχει υλική υπόσταση. Η Αγάπη, βρίσκεται πέρα από τη σκέψη, στη νοημοσύνη. Είναι ιδέα και μέσα της εμπεριέχει τα πάντα, είναι ενότητα και καθαρή ενέργεια. Δεν βρίσκεται στο παρελθόν αλλά ούτε και στο μέλλον. Είναι πάντα παρούσα και στο παρόν δεν υπάρχουν συγκρούσεις.  

Με τις παραπάνω σκέψεις που τις γέννησε ο πρόλογος του βιβλίου, συνέχισα αργά την ανάγνωση των επόμενων σελίδων, πεπεισμένος όμως ότι ο συγγραφέας, ήθελε να κάνει το μεγάλο άλμα, το ίδιο άλμα που αναφέρει «ο Dodds» στο βιβλίο του: «Οι Έλληνες και το παράλογο», το άλμα που δεν τόλμησε ούτε ο αναβάτης, ούτε ο ίππος, κυρίως αυτός, δηλαδή τα εξωλογικά εκείνα στοιχεία μέσα στην ανθρώπινη φύση που, δίχως να το ξέρουμε δυναστεύουν μέγα μέρος της συμπεριφοράς μας και μέγα μέρος αυτού που νομίζουμε πως αποτελεί δική μας σκέψη. Εδώ ο συγγραφέας, σαν αναβάτης και ίππος, σαν ένας, τόλμησε το μεγάλο άλμα, άρχισε να αναζητά: «Εγώ θέλω να βρω εμένα, αναζητώ εμένα του τότε, γιατί εγώ το τότε το άφησα». Το άλμα είναι ακόμη μετέωρο, γιατί η έρευνα μετεωρίζεται στο ταξίδι της, αν φτάσεις κάπου μέσω αυτής, την ορίζεις, την οριοθετείς, και τότε η έρευνα πεθαίνει.

Σκέφτεται όμως: «πάντοτε κατέληγα πως Αρχή δεν υπάρχει. Τέλος δεν υπάρχει. Το άγνωστο είναι το μόνο δεδομένο. Οι αποστάσεις μη επακριβώς προσδιορισμένες. Μετρήσεις σε δισεκατομμύρια με ποσοστό λάθους εκατομμυρίων δεν μπορεί να λογίζονται ώς μετρήσεις, έλεγα μέσα μου αλλά και δημοσίως εξομολογούμενος». Πριν 3000 χρόνια ένας «σκοτεινός φιλόσοφος» έλεγε ακριβώς ό,τι και ο συγγραφέας με διαφορετικά λόγια: Κόσμον τόνδε, τν αύτν άπάντων, οτε τις θεν οτε νθρώπων ποίησεν, λλ’ ἦν ε καὶ στιν καὶ σται πρ είζωον, πτόμενον μέτρα καὶ ποσβεννύμενον μέτρα. Σε ελεύθερη μετάφραση: Τον κόσμο τούτο, τον ίδιο για όλους, ούτε θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, μα ήταν πάντα και είναι και θα είναι πύρ αείζωο, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.

Η σκέψη, από τη φύση της είναι περιορισμένη. Γεννά επιθυμίες, θέλω, ελπίδες, συναισθήματα, κυρίως γεννά φόβο. Ο ήρωας του βιβλίου, αναρωτιέται γι’ όλα αυτά, για το που μπορούν να τον φτάσουν. Αναζητά την υπέρβαση αλλά μέσω της σκέψης, παλεύει να βρει απαντήσεις: «γνωρίζω ποιος είμαι! Γνωρίζω; Που είμαι; Πως θα με δουν; Πως δεν θα με δουν; Να κρυφτώ; Να εμφανιστώ; Τι θα είμαι γι’ αυτούς;». Διακρίνοντας όλο αυτό το αδιέξοδο, κάνει το άλμα και πετυχαίνει να βρεθεί αλλού, σε διαφορετικό πλανήτη, το κατορθώνει, δεν ξέρει πως αλλά δεν έχει και σημασία, το κατορθώνει όμως. Από μία σχισμή βράχων βρέθηκε στον Πάνυ, τον πλανήτη ενός άλλου μικρόκοσμου στον απέραντο μακρόκοσμο. Γίνεται ταξιδευτής του χρόνου αλλά και πάλι, τις γήινες συνήθειες τις θέλει μαζί του, δεν είναι ακόμη έτοιμος να τις αφήσει πίσω, δεν «ποιεί τα πάντα νέα» (κατά Χριστόν), επιστρέφει στο παρελθόν γιατί του παρέχει ασφάλεια, το μέλλον -που είναι άγνωστο- τον φοβίζει, στο παρόν όταν είναι, δεν υπάρχουν τα άλλα διότι το παρόν είναι η ζώσα ενέργεια.

Ο άλλος πλανήτης, του παρέχει ένα «επίπεδο ασφαλείας», αλλά εύκολα διχάζεται. Από μακριά τώρα, παλεύουν μέσα του οι δυό εαυτοί, ο γήινος και ο υπερβατικός, Ο γήινος φαίνεται πως κερδίζει, διότι και στον άλλο πλανήτη κυριαρχούν οι παλιές σκέψεις. Ενώ τόλμησε το άλμα ο ήρωας, πήρε μαζί και τις συνήθειες του, κι αυτές τον γεμίζουν θλίψη: «Τελικά βρήκα τον πλανήτη που αναζητά όλη η γη, αλλά έχασα τα πάντα!».

Στον γήινο κόσμο του, υπάρχει η Φαίη η γυναίκα του, η αγαπημένη του. Εδώ, στον πλανήτη Πάνυ, υπάρχει η Αγγελίνα, αυτή τον βοηθά να ενταχθεί στον καινούργιο κόσμο, αγαπημένη κι αυτή, σμίγουν μαζί στην αθωότητα, συνομιλούν, ανταλλάσσουν απόψεις. Ο Φοίβος, αυτός είναι ο ταξιδευτής, έχει ένα μεγάλο προσόν, ακούει. Ναι, το ακούειν είναι τέχνη και φανερώνει άνθρωπο έξυπνο. Και στη γη όμως άκουγε όσους είχαν κάτι να του πουν. Οι άνθρωποι, από συνήθεια δεν ακούνε ο ένας τον άλλον. Μιλάνε μεταξύ τους αλλά φλυαρούν, ο καθένας ακούει αυτά που έχει στο κεφάλι του. Ο Φοίβος, έχει φύγει από το στάδιο αυτό και έχει την ικανότητα του ακούειν.

Στη νέα του ζωή, όταν είναι μόνος αναπολεί, όταν είναι με την Αγγελίνα ζει. Ζει το παρόν και νικάει τον φόβο. Στη γη είναι καθηγητής αστροφυσικός, εδώ η εταιρεία που απασχολείται, κατασκευάζει παιχνίδια με εργαλείο την τεχνική νοημοσύνη. Διαπρέπει στα καθήκοντά του, είναι συνεπής, εργατικός, Του αρέσει η δουλειά αυτή, έχει υπολογισμούς, πράξεις, αλγορίθμους, είναι ενδιαφέρουσα. Με τον Διαστημάνθρωπο, τον μηχανικό της εταιρείας, εργάζονται πυρετωδώς για το ιπτάμενο περιστέρι που θα αναζητήσει τον χρόνο. Όταν είναι έτοιμοι, αφήνουν το περιστέρι-μηχανή σε μια σπηλιά, παράλληλα όμως τον προβληματίζει ο λόγος του Διαστημάνθρωπου μέσω της Αγγελίνας: «το περιστέρι να γυρίσει στη φωλιά του».

Με την Αγγελίνα κουβεντιάζουν τα πάντα, από την αρχή που την γνώρισε της είπε την αλήθεια, ποιος ήταν και από που ήρθε χωρίς να το καταλάβει. Αυτή τον πίστεψε επειδή κατάλαβε την ειλικρίνεια του λόγου του, αδυνατούσε όμως να πάει παραπέρα, διότι κι αυτή στον πλανήτη της, είχε περιορισμένη σκέψη. Στο διάστημα αυτό, της μιλούσε με τρόπο παράξενο, σαν να την προετοίμαζε για κάτι. Μέσα του, κάτι συνέβαινε και ένιωθε την ανάγκη να μην την αφήσει με απορίες αν εξαφανιζόταν!

Στη σπηλιά μπαίνει μόνος του κι αυτή τη φορά, είχαν προηγηθεί κι άλλες φορές, «εδώ είναι η κρύπτη μου», μονολογεί. Του αρέσει ο χώρος, αρχίζει πάλι να γράφει λέξεις της γης: «Ελπίδα, νοσταλγία, αναμονή, επιμονή, ψυχή, θάρρος, φόβος, βάρος, ζωή, έρευνα, διάστημα, χάος, σύμπαν, γη, άνθρωπος, όν, πλανήτες». Αρχίζει έκ νέου να γίνεται καθηγητής αστροφυσικός, υπολογίζει, ερευνά, παρατηρεί, σχηματίζει κύκλους, αριθμούς, σημεία, «αρχίζει τον τρελό χορό με τους τοίχους της σπηλιάς», παίρνει στα χέρια του την υπολογιστή μηχανή του και μένει ξάγρυπνος. Όταν τα βλέφαρά του έκλεισαν από την κούραση, ξεκίνησε ο χορός με «εφιάλτες και πειράματα», φόβο και τρόμο και……. βρέθηκε ξύπνιος, με πόνους στο σώμα, με το κεφάλι του βαρύ, άνοιξε τα μάτια και κατάλαβε ότι είχε επιστρέψει στα γήινα, είδε τη σχισμή των βράχων και με κόπο σωματικό βγήκε στον κόσμο του, εκεί που τον περίμενε ένα παιδί!

Το παιδί αναζητούσε τη σχισμή των βράχων γιατί είχε ακούσει ότι σε αυτήν χάθηκε ο πατέρας του. Το δρόμο προς αυτήν του την έδειξε ένας γέροντας, αυτός που, για χρόνια άκουγε τον φίλο του να υποστηρίζει με θέρμη: «ο γιός μου δεν χάθηκε, ζει, κάπου αλλού είναι αλλά ζει και θα επιστρέψει». Πέθανε όμως ο φίλος του γέροντα με τον καημό του εξαφανισμένου γιου του, αλλά τώρα αυτός, δείχνει τον δρόμο της αναζήτησης σε ένα παιδί.   

Ο Φοίβος και το παιδί, αρχίζουν να περπατάνε, το παιδί θέλει να μάθει, έχει απορίες, αυτός θέλει να ενταχθεί πάλι στον κόσμο του, θέλει πίσω τη ζωή του, ένα χαρτί, κάτι, που να πιστοποιεί ποιος είναι. Τα καταφέρνει εύκολα δίχως να λύσει εύλογες απορίες των αρχών για το που ήταν σ’ αυτό το διάστημα των είκοσι χρόνων. Ναι, όπως έμαθε, έλειψε από τη γη είκοσι χρόνια, στο διάστημα αυτό πέθαναν οι γονείς του, η Φαίη όμως; Η αγαπημένη γυναίκα του; Αυτή που είναι;

Όταν ανταμώνει την Φαίη, γνωρίζονται αμέσως κι ας έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Αυτή, όλο οργή, αρχίζει ένα μεγάλο κατηγορώ, δεν χαίρεται που τον βλέπει, έχει φτιάξει πάλι τη ζωή της, έχει παιδιά κι ένα καλό σύζυγο. Δεν της αρέσουν οι ανατροπές στην καλοβαλμένη ζωή της. Είναι θυμωμένη. Ο Φοίβος, σε όλο αυτό το ξέσπασμα, μένει σιωπηλός κι ακούει, την καταλαβαίνει. «Παντρεύτηκα γιατί είχα το δικό σου παιδί στη κοιλιά μου, βρήκα αυτόν τον καλό άνθρωπο και με στήριξε, δεν ήθελα να λένε ότι έχω το παιδί του τρελού», συνέχισε η Φαίη αδιάκοπα το σφυροκόπημά της. Όχι, δεν τον αγάπησε η Φαίη τον Φοίβο, το κοινό συμφέρον δεν είναι αγάπη. Κι όταν εξαφανίστηκε αυτός, για να μην την κακολογήσει ο κόσμος, παντρεύτηκε έναν καλό άνθρωπο. Η Φαίη ζούσε για τον κόσμο, για τις έννοιες του, για το τι θα πει και σκεφτεί. Δεν ζούσε για την ίδια.

Αγκαλιές πρόσμενε από το αντάμωμα με την Φαίη ο Φοίβος, μα άλλα έγιναν όταν συναντήθηκαν ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτός την αγαπούσε ακόμα. Αυτή αγαπούσε τον εαυτό της και τις γνώμες του κόσμου. Από τη μεριά της είχε δίκιο. Αλλά που βρισκόταν η αλήθεια; «Δεν θέλω να ακούω την αλήθεια γυμνή σε όλες τις στιγμές της ζωής μου. Ας ειπωθεί εάν πρέπει να ειπωθεί, αλλά ας ειπωθεί με άλλο τρόπο. Δεν είναι καλή η ωμή αλήθεια και ας λένε», σκέφτεται ο Φοίβος σαν απομακρύνεται από το αντάμωμα με την Φαίη. Και όμως, αν κάτι μπορεί να φέρει ανατροπές στα πάντα, μία επανάσταση του μυαλού, αυτό μπορεί να γίνει μόνο από την ωμή αλήθεια. Όσο ενοχλητική ή επώδυνη μπορεί να είναι. Όμως όχι, δεν θέλουμε τις ανατροπές, ή μάλλον τις θέλουμε μέσα από την ασφάλεια της ζωής μας. Μας παρέχει όμως η ζωή ασφάλεια;

Ο Φοίβος, είναι πάλι στη γη, μα ο νους του πηγαίνει αστραπιαία πίσω, στην Αγγελίνα και τον Διαστημάνθρωπο, στον πλανήτη Πάνυ που τον φιλοξένησε για είκοσι χρόνια. Η ζωή εκεί κι εδώ έχει ομοιότητες. Συναισθήματα κατακλύζουν και τον άλλο πλανήτη και εγκλωβίζουν, όπως και στον δικό μας, τον άνθρωπο. «Οι κόσμοι του σύμπαντος δεν θα συναντηθούν ποτέ, αλλά ας βοηθήσουμε να λάβουμε ή να στείλουμε μηνύματα», λέει ο Φοίβος στο γιό του, το παιδί που τον βρήκε στη σχισμή των βράχων, το παιδί που είχε στη κοιλιά της η Φαίη όταν εξαφανίστηκε, είναι ο γιός του.  

Σου διαφεύγει Φοίβο ότι το σύμπαν είσαι εσύ, κατ’ επέκταση, οι κόσμοι του σύμπαντος που δεν θα συναντηθούν ποτέ, όπως λες, δεν ισχύει. Εσύ κι εγώ, όλοι μας, όταν καταλάβουμε ποιοι Είμαστε, όχι πως μας λένε, αλλά ποιοι πραγματικά Είμαστε, τότε, δεν θα έχουμε λόγους να κάνουμε ταξίδια στον χωροχρόνο, δεν θα προσπαθούμε να πάμε σε άλλους πλανήτες ή γαλαξίες, διότι και η προσπάθεια, είναι χρόνος. Όταν θα ξέρουμε ποιοι Είμαστε, θα φέρνουμε σε εμάς τους πλανήτες και τους γαλαξίες, διότι το ανθρώπινο σώμα με την υλική και πνευματική του υπόσταση, είναι το Σύμπαν!

============

Το ταξίδι που έκανα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Πέρα από το Φώς», του Δημήτρη Σταματόπουλου, ήταν συναρπαστικό. Όταν το έκλεισα, συμφώνησα ότι διαφωνώ με τον συγγραφέα σε παρά πολλά ζητήματα που θέτει σε αυτό. Αυτή η διαφωνία με έκανε να σταθώ σε κάθε λέξη, σε κάθε παράγραφο, σε κάθε τελεία. Το βιβλίο «Πέρα από το Φώς», δεν διαβάζεται έτσι απλά για να διαβαστεί, θέλει μελέτη, την απαιτεί η διαλεκτική του συγγραφέα που είναι διάχυτη σε κάθε σελίδα. Ναι, είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, μία κατάθεση ψυχής, ένας ύμνος στη ζωή. Στο τέλος, δεν έκανε το άλμα ο συγγραφέας, το άφησε μετέωρο, το ίδιο ακριβώς όμως έκαναν κι οι αρχαίοι Έλληνες στην κορύφωση της επιστήμης της προσωκρατικής εποχής. Από τον αρχαίο κόσμο στον σύγχρονο υπάρχει μία αδιάλειπτη συνέχεια, μέχρι να μάθουμε ….. ποιοι Είμαστε. Τότε θα πραγματοποιήσουμε το άλμα, διότι τότε, θα κατανοήσουμε ότι στο Σύμπαν (σε εμάς), δεν υπάρχει κάτι που δεν γίνεται. Διότι στην ίδια τη Φύση, δεν υπάρχει νόμος «του δεν γίνεται».

Το καταπληκτικό που συμβαίνει με βιβλία σαν αυτό του Δημήτρη Σταματόπουλου, είναι το ότι,  ο κάθε αναγνώστης βλέπει σε αυτό διαφορετικά πράγματα και καταθέτει τη δική του αλήθεια όπως εδώ ο γράφων. Που όμως είναι η αλήθεια;

Εδώ ο συγγραφέας, μέσω της διαλεκτικής του – που απέχει από την Μαρξιστική διαλεκτική και ακόμη απ’ αυτή του Πλάτωνα, αυτής που ο ίδιος φτιάχνει, ζητά την κατανόηση, την συνεργασία, μέσω αυτών βλέπει τον κόσμο. Κάνει λάθος; Όχι, δεν κάνει, η συνενόηση των ανθρώπων μπορεί να φέρει αποτελέσματα, ν’ αποδυναμώσει τις συγκρούσεις, κατά συνέπεια, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε καινούργιους δρόμους, αυτούς της δημιουργίας, της εξέλιξης. Από την εξέλιξη μέχρι την ανέλιξη του ανθρώπου, εκείνο που απαιτείται, είναι ένα άλμα. Το άλμα από τη σκέψη στη νοημοσύνη. Τι μας εμποδίζει;

==========

Όλα τα ανωτέρω, με αφορμή το εκπληκτικό βιβλίο του Δημήτρη Σταματόπουλου, «Πέρα από το Φώς», Εκδόσεις «
Forin».

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος