Η Παναγία στην Νεοελληνική Ποίηση

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 

Του Ηλία Γιαννικόπουλου

Είναι ακόμα νωπές στη μνήμη μας οι εξαίσιες μελωδίες με τις οποίες η Εκκλησία μας έψαλε χθες την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στα χωριά και στις πόλεις, σε μεγαλοπρεπείς ναούς και ταπεινά ξωκκλήσια, σε πλούσια ή ταπεινά μοναστήρια, χιλιάδες λαού συνέρρευσαν για να τιμήσουν το Άγιο πρόσωπο της Παναγίας και να προσευχηθούν στη χάρη Της. Όπως εκ περάτων της γης μαζεύτηκαν οι απόστολοι και οι άγγελοι για να συνοδεύσουν τη μετάσταση της Παρθένου από την επίγεια ζωή στην αιώνια, έτσι και οι πιστοί σε όλες τις γωνιές της πατρίδας μας μαζεύτηκαν για να ανυμνήσουν με κατάνυξη και ευλάβεια την «Πλατυτέρα των Ουρανών».

Η Παναγία, το αγλάϊσμα της Ορθοδοξίας, η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, το αμάραντο ρόδο της πίστης μας, έχει καταστεί η σημαντικότερη και προσφιλέστερη μορφή και παρουσία στην ψυχή του πιστού λαού μας. Όχι μόνο ως «σκεύος εκλογής» του Θεού, η οποία με άκρα ταπεινοσύνη βοήθησε στην πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων με τη Γέννηση του Χριστού, αποτελώντας έτσι την ιερή κλίμακα που ενώνει τα επίγεια με τα ουράνια, αλλά και ως μεσίτρια και πρέσβειρα στο μονογενή Της, καθώς επίσης ως σκέπη, καταφυγή και βοηθός κάθε πιστού χωριστά και του ελληνισμού γενικότερα. Από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα, η Παναγία ήταν η Υπέρμαχος Στρατηγός του ελληνικού Γένους.

Η Παναγία είναι η αγαπημένη του λαού μας, γιατί είναι προστάτιδα των φτωχών, των κατατρεγμένων και των ορφανών, η παρηγορήτρα των ασθενών, των πονεμένων και των θλιμμένων. Η Παναγία είναι η πρόθυμη αποδέκτρια των αυθόρμητων ικεσιών και επικλήσεων των ανθρώπων σε κάθε στιγμή ανάγκης και κινδύνου. «Παναγία μου», αναφωνούμε σχεδόν όλοι από ένστιχτο σε τέτοιες περιστάσεις και σ’ αυτήν προστρέχουμε, ως μεγάλη και στοργική Μητέρα.

Ως Θεοτόκο και Αειπάρθενο, ως μητέρα των όλων, ως προστάτιδα των αδυνάτων, ως Υπέρμαχο στρατηγό και ως σκέπη της πατρίδας μας, δηλαδή όπως ακριβώς τη βλέπει και την «βιώνει» καθημερινά ο απλός λαός, έτσι είδαν και τραγούδησαν την Παναγία και οι Έλληνες ποιητές. Αμέτρητα είναι τα ποιητικά αριστουργήματα που αφιέρωσαν στην Παναγία οι θεόπνευστοι ψαλμωδοί της Εκκλησίας μας. Αυτά όμως δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με την έντεχνη προσωπική «κοσμική» ελληνική ποίηση.

***

Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα νεοέλληνες ποιητές αφιερώνουν ποιητικές δημιουργίες τους στην Παναγία. Μάλιστα η πρώτη συλλογή προσωπικής ποίησης που διαθέτουμε, φέρει το χαρακτηριστικό τίτλο «Άνθη ευλαβείας» και είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Εκδόθηκε στη Βενετία το 1708 και οφείλεται στους φοιτητές του περίφημου Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου, που είχε ιδρυθεί στη Βενετία το 1664. Είναι το σονέτο «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου» του σπουδαστή του Ελληνομουσείου Φραγκίσκου Κολομπή.

Είναι παρήγορο ότι τριακόσια περίπου χρόνια μετά από το ποίημα αυτό, σε μια εποχή πνευματικής ερημίας και άκρατου υλικού ευδαιμονισμού, οι νεοέλληνες ποιητές εξακολουθούν να υμνούν την Παναγία. Ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα είναι το ποίημα του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη από τη συλλογή «Νήματα της Παρθένου» που εκδόθηκε το 1997. Ας σημειωθεί ότι ο ποιητής αυτός, πέρα από τις διάσπαρτες αναφορές του στην Παναγία στις 20 και πλέον ποιητικές συλλογές του, έχει επιπλέον εκδώσει το 1977 αυτοτελή ποιητική σύνθεση με τίτλο «Ταπεινός Αίνος προς την Παρθένο Μαρία», μια δημιουργία που χαρακτηρίστηκε  ως «σπάνιας υποβολής και πυκνότητας». Ο ποιητής και ακαδημαϊκός Τάκης απαριθμεί μερικά από τα γνωστότερα επίθετα της Παναγίας που διασώζει η χριστιανική λατρεία και η λαϊκή πίστη:

Παντάνασσα, Μεγαλόχαρη Εσύ, Γλυκοφιλούσα,

Ευαγγελίστρια, Πανάχραντη, Ελεούσα,

Ρόδο αμάραντο, Αειπάρθενη, Κεχαριτωμένη,

Δέσποινα των αγγέλων ηλιόκαλλη, ευλογημένη,

Περίβλεπτη, των ουρανών Πλατυτέρα,

Μητέρα του Θεού και των ανθρώπων Μητέρα…

Είναι γνωστό ότι έχουν καταμετρηθεί πάνω από 2000 κοσμητικά επίθετα, όπως τα παραπάνω, με τα οποία έχει στολιστεί ανά τους αιώνες το πρόσωπο της Θεομήτορος από τους υμνογράφους και το γλωσσοπλάστη λαό μας.

Έχοντας αναφερθεί στο παλαιότερο ίσως νεοελληνικό ποίημα για την Παναγία, του Φραγκίσκου Κολομπή, του έτους 1708, όπως επίσης και σε ένα από τα πιο πρόσφατα, του Τάκη Βαρβιτσιώτη του 1997, θέσαμε εμμέσως τα χρονικά πλαίσια της παρούσας ανθολόγησης. Φυσικά δεν είναι δυνατόν να κάνουμε εξαντλητική αναφορά σε ό,τι έχει γραφεί για την Παναγία. Θα κάνουμε απλώς μερικές αναφορές και επιλογές κατά τρόπο δειγματοληπτικό.

***

Ο ποιητής Ανδρέας Μαρτζώκης, αδελφός του ποιητή Στέφανου Μαρτζώκη, έχει γράψει για την Παναγία μια θερμή προσευχή, γνωστή από τα παλαιότερα νεοελληνικά αναγνώσματα των σχολείων. Προς την ουράνια Δέσποινα, την προστάτιδα όλου του κόσμου και ιδίως των αδύνατων και των φτωχών, απευθύνεται και ζητά το έλεος και τη μεσιτεία της και ο παλαιός ποιητής Αχιλλέας Παράσχος, στο ποίημά του «Προς την Παναγίαν».

Στην Παναγία απευθύνει τη «Μυστική του παράκληση» και ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Θλιμμένος, αδύναμος, βαριά άρρωστος, κοντά στο τέλος της ζωής του, ενώπιον σχεδόν του φοβερού βήματος, παρακαλεί την Παναγία για ψυχική στήριξη και ενδυνάμωση. Επίσης, σε άλλη αποστροφή του στην Παναγία, που την ονομάζει «μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη», ο Κωστής Παλαμάς προσεύχεται και ζητά την ευσπλαχνία της υπέρ των «χειμωνόδαρτων και των κατατρεμένων». Η μεγάλη ελληνολατρεία του Παλαμά και η πίστη του στα ιδεώδη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, δεν τον εμπόδισε να γράψει μερικούς από τους καλύτερους ύμνους στην Παναγία, ύμνους που λες και είναι βγαλμένοι από τα εκκλησιαστικά βιβλία μας. Στον Ένατο Λόγο του επικολυρικού έργου του «Η φλογέρα του Βασιλιά», που αναφέρεται στο προσκύνημα του Μακεδόνα αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου τον 11ο αιώνα στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, που βρισκόταν μέσα στον Παρθενώνα, βρίσκουμε στίχους για την Παναγία, γεμάτους μεγαλοπρέπεια και ιερότητα εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Αλλά και στον Δέκατο Λόγο του ίδιου έργου του ο Κωστής Παλαμάς αφιερώνει στην Παναγία στίχους γεμάτους από επίθετα και χαρακτηρισμούς, που θυμίζουν ύμνους της Εκκλησίας μας:

…Παντάνασσα, Ελεούσα,

Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα,

Παραμυθία, Περίβλεπτη, Πανάχραντη, Οδηγήτρα,

Αντιφωνήτρα, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Λαύρα,

Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη,

Πύργε χρυσοπλοκώτατε, λιοσταλασμένε θρόνε!

Το ουράνιο τόξο ζώνη σου. Πιο διάπλατη, πιο πλούσια,

Πλημμύρισες τον ουρανό, σημάδι εσύ πιο μέγα.

Φορείς τον ήλιο φόρεμα, σκαμνί σου το φεγγάρι

Για ν΄ ακουμπάς τα πόδια σου, και γύρο στα μαλλιά σου

Στεφάνι δωδεκάστερο. Και δέρνουν τα πλευρά σου

Φτερούγια σαν του σταυραϊτού, με κείνα για να τρέχεις

Απ΄ της παράδεισος το φως στης κόλασης τη νύχτα.

Επίκληση στην Παναγία, των θλιμμένων το απάνεμο λιμάνι και των καταδιωγμένων το καταφύγιο, έχει κάνει και ο πρόωρα χαμένος ποιητής Γεώργιος Βερίτης, ενός από τους κατ΄ εξοχήν «χριστιανικούς» ποιητές του καιρού μας, που έχει γράψει και πολλά άλλα ποιήματα θρησκευτικού και εθνικού περιεχομένου. Είναι το ποίημα «Στη Μητέρα των θλιμμένων». Η Παναγία είναι η παρηγοριά των θλιβομένων, γιατί η ίδια έζησε την υπέρτατη θλίψη να ιδεί τον μονάκριβο γιό Της πάνω στο Σταυρό, στην ακμή της νιότης Του.

Ο πόνος της Παναγίας μπροστά στον Εσταυρωμένο έχει εμπνεύσει πολλούς ποιητές, όπως τον Ιωάννη Πολέμη, που δίνει με χαρακτηριστικό τρόπο τις τραγικές αυτές στιγμές στη ζωή του Χριστού στο ποίημα «Στο δρόμο του θανάτου». Ενώ στη μια μεριά λυσσομανά η κακία και το μίσος του όχλου, στην άλλη θρηνεί μια μοναχική παρουσία, η Μητέρα του Θεού!

Από το ίδιο θέμα έχει εμπνευστεί και ο ποιητής Κώστας Βάρναλης το γνωστό ποίημα «Οι πόνοι της Παναγιάς». Μ’ έναν όμως πρωθύστερο τρόπο βάζει την Παναγία να μιλάει σαν μάνα στο Χριστό, όταν είναι ακόμα μικρός και να του εξιστορεί τα ταπεινά όνειρα που κάνει γι  αυτόν. Απλά όνειρα, όπως κάθε μητέρας, χωρίς υψηλές φιλοδοξίες, αλλά πάντα με το φόβο της κακίας των ανθρώπων, οι οποίοι μισούν το φως της αλήθειας, δηλαδή της αγάπης και της καλοσύνης. Μιλάει η Παναγία στον τρυφερό βλαστό της ως απλή μάνα, γεμάτη ανθρώπινη αγάπη και μητρική στοργή, αλλά και με πλήρη επίγνωση της τελικής κατάληξης του δράματος.

Τον βαθύ πόνο της Παναγίας εκφράζει και το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Η μάνα του Χριστού». Στο πρώτο μέρος του ποιήματος, η Παναγία, ως απλή μητέρα, εκφράζει ανθρώπινα συναισθήματα και ταπεινές φιλοδοξίες για το παιδί της, όπως και στο προηγούμενο ποίημα. Στο δεύτερο μέρος το ποίημα γίνεται ένα σύγχρονο «εγκώμιο» ή «θρήνος», σαν αυτούς που ψέλνουμε στις εκκλησίες τη Μεγάλη Παρασκευή μπροστά στον στολισμένο επιτάφιο. Υπάρχει σαφής απήχηση του θρήνου της Παναγίας «Ω, γλυκύ μου έαρ…», και το ποίημα κλείνει με την αποδοχή εν τέλει από τη μητέρα, του υψηλού προορισμού για τον οποίο είχε έλθει στη ζωή ο μονάκριβος γιος Της.

Η Παναγία δεν πονά μόνο για το μονάκριβο γιο Της, αλλά και για την ανθρώπινη περιπέτεια, την κοινωνική αδικία, τη φτώχεια, την εκμετάλλευση. Στίχους με τέτοιο περιεχόμενο, και με άμεσες κοινωνικές αιχμές, συναντάμε στην ποίηση του Χιώτη ποιητή Ματθαίου Μουντέ.

***

Η Παναγία έχει στενά συνδεθεί με την ελληνική φύση και τη λαϊκή ζωή των Ελλήνων. Η άϋλη ομορφιά της κυριαρχεί στις εκκλησιές και στα ερημοκλήσια του τόπου μας, τα ιερά αυτά καταφύγια της ανθρώπινης ψυχικής τρικυμίας. Στα ερημοκλήσια του τόπου μας αφιέρωσε ένα από τα καλύτερα ποιήματά του ο τρυφερός και αισθαντικός ποιητής μας Λάμπρος Πορφύρας. Μάλιστα, κατά μια τεχνική «συναισθηματικής αντιμετάθεσης» η Παναγία εμφανίζεται εδώ σαν πονεμένη μητέρα, που περιμένει την επιστροφή των παιδιών της από τις μακρινές σκοτεινές θάλασσες. Μήπως οι σημερινές μεγαλουπόλεις, με την ψυχική ερημιά τους και τα πολλά άγχη, δεν μοιάζουν σαν τρικυμισμένες θάλασσες για τις ανεμοδαρμένες ψυχές των σημερινών ανθρώπων; Από ανάλογη εικόνα του ερημοκλησιού εμπνέεται και ο ποιητής Τάκης Σωτήρχος.

Η αυστηρότητα των μορφών, η πολυχρωμία και η λιτότητα των διακοσμητικών μοτίβων, δίνουν στις εικόνες μια μοναδική υποβλητικότητα μέσα στους ναούς και στα ξωκκλήσια μας. Τα άγρυπνα ολάνοιχτα μάτια τους σε παρακολουθούν όπου κι αν πας «σε μυστικήν ενδόμυχη ατένιση». Όλοι βέβαια δεν μπορούν να καταλάβουν και να αισθανθούν τη μυστική γοητεία και ομορφιά τους, όπως γράφει στο ποίημα «Το μαντίλι της Αγίας Βερονίκης» ο Παντελής Πρεβελάκης.

Aπό το ελληνικό τοπίο και τα γραφικά εκκλησάκια της Παναγίας της ιδιαίτερης πατρίδας του έχει εμπνευστεί και ο «Άγιος» των Ελληνικών Γραμμάτων, κορυφαίος πεζογράφος μας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ανάμεσα στα 4-5 θεομητορικά ποιήματά του («Στην Παναγία την Κουνίστρα», «Στην Παναγία την Κεχριά», «Στην Παναγία του Ντομάν») ξεχωρίζει το ποίημα «Στην Παναγία στο Πυργί» (1910). Είναι ένα ποίημα, όπου συνδυάζονται παγανιστικά ειδυλλιακά βουκολικά στοιχεία, με στοιχεία Ορθόδοξης πίστης σε μια κατάσταση ευφρόσυνης πανδαισίας.

Όμως, η Παναγία δεν βρίσκεται μόνο στους ναούς και στα ερημοκλήσια. Βρίσκεται και σε κάθε ελληνικό σπίτι, στο παραδοσιακό εικονοστάσι, που ήρθε να αντικαταστήσει τους παλιούς «εφέστιους» θεούς των αρχαίων προγόνων μας. Εκεί, με την αγιασμένη παρουσία της, εποπτεύει και μεριμνά νυχτοήμερα για το καλό του σπιτιού και της οικογένειας. Γίνεται πρόσωπο οικείο. Μάνα για το ορφανό, γιατρός για τον άρρωστο, λιμάνι για τον πονεμένο και ελπίδα για τον απελπισμένο. Ιδίως τη νύχτα, με το τρεμάμενο φως του καντηλιού, η μορφή της Παναγίας εξανθρωπίζει και εξοικειώνει τα ουράνια  και αποθεώνει τα ανθρώπινα.

Ένας ακόμα παλαιός ποιητής, ο Γεώργιος Στρατήγης, έχει αφιερώσει στην Παναγία ένα τρυφερό ποίημά του εμπνεόμενος από το ταπεινό και αγαπημένο του εικονοστάσι του σπιτιού. Είναι το ποίημα «Στα εικονίσματα». Αλλά και η ποιήτρια Λένα Παπά εμπνέεται από το ταπεινό εικονοστάσι και την εικόνα της Παναγίας. Στο ποίημα «Κατανυχτικό» η ενατένιση της Θεοτόκου την ξαναγυρίζει στην παιδική αγνή αθωότητα και της χαρίζει συναισθηματική ασφάλεια και παραδεισένια ευτυχία. Μια ακόμα σύγχρονη ποιήτρια, η Αλεξάνδρα Πλακωτάρη εμπνέεται από την εικόνα της Παναγίας, στον θόλο της εκκλησιάς ή στο σπιτικό εικονοστάσι. Στο ποίημα «Πλατυτέρα» η ποιήτρια εκφράζει το πόνο της μάνας, για τα αδικημένα ή πρόωρα χαμένα μικρά παιδιά, ενώ στο ποίημα «Κόρη-Μάνα» εξομολογείται μητρικά στην Παναγία, που τη θεωρεί ως συνέχεια και συμπλήρωση της Κόρης (Αθηνάς), δημιουργώντας έτσι μια σύνθεση των δύο μορφών, που είναι και μια σύνθεση των δύο κόσμων του ελληνοχριστιανισμού.

Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης προτρέπει κι αυτούς που δεν το έχουν κάνει, να κρεμάσουν το εικόνισμα της Παναγίας σε κάποια γωνιά του σπιτιού τους. Για το καντήλι της Παναγίας έχει γράψει ένα από τα πιο συγκινητικά και δραματικά ποιήματά του ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης. Ένα ποίημα που δείχνει πόσο έντονη είναι η παρουσία της Παναγίας στην ελληνική οικογένεια. Και μάλιστα στην οικογένεια της φτώχειας, της ορφάνιας και της δυστυχίας, όταν οι αθώες παιδικές ψυχές βλέπουν ζωντανή την παρουσία της Παναγίας μέσα στο σπίτι τους.

Εξίσου δραματικό και κινούμενο μέσα σ΄ ένα παρόμοιο οικογενειακό περιβάλλον ανέχειας και ορφάνιας είναι και το ποίημα του Νικολάου Πετιμεζά-Λαύρα «Η αγιογδύτρα». Είναι κι εδώ έντονη η παρουσία και η αγαθοποιός παρέμβαση της Παναγίας της Μαυρομαντηλούσας, που κάνει ό,τι μπορεί για ν΄ απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο, όχι μόνο συγχωρώντας, αλλά προτρέποντας ακόμα και σε πράξη τυπικής ιεροσυλίας!

Ένα σύγχρονο προβληματισμό για τη σχέση Παναγίας και ανθρώπων περιέχει το ποίημα που έγραψε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Μια πονεμένη μητέρα παρουσιάζεται παραστατικότατα ως ερείπιο δυστυχίας και πένθους, επειδή έχασε πρόσφατα το παιδί της. Η Παναγία δεν θέλει βέβαια να μείνει αμέτοχη, αλλά δεν μπορεί να βοηθήσει, γιατί έχει κι αυτή τα δικά της προβλήματα ως μητέρα. Είναι το ποίημα «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο».

Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες.

Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,

Είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις

Έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.

Το βράδυ, το ίδιο: σπρώχνει την πόρτα,

Σα να σωριάζεται, μπαίνει τρεκλίζοντας,

Ανάβει το φως, η μαύρη της μπόλια

Είναι λυμένη, οι άκρες της κρέμονται

Ως κάτω στο πάτωμα. Στον τοίχο αντικρύ της

Η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,

Τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,

Θα της πέσει το βρέφος της.

Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη

Μαντήλα της παίζει, θέλει να την

Βοηθήσει, αλλά το σπίτι είναι έρημο.

Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν

Τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.

Ένα ακόμα ποίημα πάνω στο ίδιο θέμα είναι αυτό που έγραψε σχετικά νέος ο ποιητής Κων/νος Καβάφης. Είναι ένα ποίημα «Δέησις», στο οποίο γίνεται φανερή η πολυπλοκότητα των σχέσεων Θεών και ανθρώπων, θέμα που διατρέχει και άλλα ποιήματα του ποιητή αυτού.

Στο εικόνισμα της Παναγίας, σαν απαραίτητο συστατικό και στολίδι του παραδοσιακού ελληνικού σπιτιού, αναφέρεται πολλές φορές ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Θυμάται με νοσταλγία την εικόνα της Παναγίας στο σπίτι τους, θυμάται όμως και άλλες τραγικές στιγμές, που η χώρα μας ήταν υποταγμένη στους εχθρούς και αίμα αθώων πότιζε το χώμα, τότε που η Παναγία, ως οικεία και συμπαθής, δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορη. Στην «Κυρά των αμπελιών», αυτό τον υπέροχο ύμνο στη Ρωμιοσύνη, ο ποιητής προτρέπει την Ελλάδα να ξεσηκωθεί κατά των βαρβάρων κατακτητών που μόλυναν τα χώματά μας και της υπενθυμίζει το καθήκον προς τις παραδεδομένες αξίες και συνήθειες, ώστε ο πολεμικός αγώνας να μην χάσει τον ιερό χαρακτήρα του:

Κυρά, Κυρά, ντύσου ξανά τα κλέφτικα, τ΄ ασίκικα ψηλά στα κορφοβούνια,

Ζώσου τ΄ αστέρια τρίδιπλα στον κόρφο φυσεκλίκια,

Βάλε μες στο ταγάρι σου της Παναγιάς το εικόνισμα μαζί με μπαρουτόσκαγα…

Σώνουν τα σαραντάημερα της νήστειας και της πίκρας,

Τα κόλλυβα σωθήκανε κι η Παναγιά αρματώθη…

***

Η Παναγιά «αρματώθη»! Πόσες φορές στην ιστορική πορεία του έθνους μας η Παναγία δεν έγινε η Υπέρμαχος Στρατηγός του; Πόσες φορές δεν το φύλαξε από ποικίλους εχθρούς; Πόσες φορές δεν την είδαν στα τείχη της Βασιλεύουσας φορώντας το βαθυκύανο «μαφόρι» της, να περπατά στις επάλξεις και να διώχνει τους Αγαρηνούς, και τους Αβάρους, να πνίγει στο Βόσπορο τους Ρώσους και τους Νορμανδούς! Και στις ημέρες μας ακόμα, πόσοι στρατιώτες δεν την είδαν να παρουσιάζεται και να τους εμψυχώνει στον πόλεμο του 1940! Από τον Ακάθιστο Ύμνο, που εψάλη για τη διάσωση της Κων/πολης από τους Αβάρους τον 7ο αιώνα μέχρι σήμερα, πόσες φορές δεν έχει ψαλεί στη Θεοτόκο το «Τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…». Και πόσες φορές η Ελλάδα δεν αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της Παναγίας για την νίκη των όπλων της, όπως γράφει στο ποίημα «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» ο Ιωάννης Πολέμης.

Στην Υπέρμαχη Στρατηγό αναφέρεται και το απόσπασμα από το επικολυρικό έργο του Κωστή Παλαμά «Η φλογέρα του Βασιλιά», στον Τρίτο Λόγο. Σαν «αρχαγγέλικο σπαθί» κρατεί η Παναγία τ΄ αστραφτερό θαυματουργό «μαφόρι», όχι κανένα πολεμικό όπλο, απ΄ αυτά που διαθέτει κάθε ιστορική περίοδος. Μήπως η Παναγιά η Αθηνιώτισσα, που διαδέχτηκε τη θεά Αθηνά στον ιερό βράχο, κρατά κοντάρι ή σκουτάρι ή το φοβερό «γοργόνειο», δηλ. την ασπίδα με το κεφάλι της Μέδουσας; Όχι! Αλλά και στον Όγδοο Λόγο της «Φλογέρας του Βασιλιά» τονίζεται η ακαταμάχητη  δύναμη της Παναγίας. Να πώς κάποιος Αθηναίος ξεναγεί τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πρόκλο, που επισκέφτηκε την Αθήνα και πήγε να προσκυνήσει την Παλλάδα Αθηνά στον Παρθενώνα:

Ξένε, η Παλλάδα σου διωγμένη από μια Δέσποινα άλλη,

Μοναχική, ξαρμάτωτη, κι απάνω δω αρασμένη

Μακριάθε ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιμένη μέσα

Σ΄ ένα φακιόλι κόκκινο, σ΄ ένα μαντί γεράνιο,

Χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο,

Μ΄ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,

Μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα,

Σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαημένη.

Μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σαν να βρίσκεται όλο

Σε ψήλωμα, που ξετυλιέται αγάλια αγάλια θάμα.

Μόνο άπλωνε το χέρι της κι όλοι μπροστά της πέφταν,

Και κάτου από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν.

Μόνο η ματιά της κοίταζε. Κάτου απ΄ τη ματιά της

Μάρμαρα, ανθρώποι και θεοί, ραγίζανε και λυώναν…

Ο λαός μας πολλές φορές εναπόθεσε τις ελπίδες του στη βοήθεια της Παναγίας. Κατά τη μακρόχρονη σκλαβιά στους Τούρκους, τον ενδυνάμωνε η θεία υπόσχεση πως «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά σου θα ΄ναι», που προανήγγειλε ο Αρχάγγελος στην Παναγία, όταν ταράχτηκε και δάκρυσε η εικόνα της. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου εσήμανε και τον Ευαγγελισμό, δηλ. την αναγέννηση της σκλαβωμένης Ελλάδας, τον Μάρτιο του 1821. Τη σύνδεση Χριστιανισμού- Ελληνισμού έχει ωραία υμνήσει ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στο ποίημά του «Ευαγγελισμός-Ελληνισμός».

Είναι γνωστό ότι οι αγνοί Έλληνες επαναστάτες ξεσηκώθηκαν «για του Χριστού την Πίστη την αγία και της πατρίδας της ελευθερία». «΄Οταν ξεκινήσαμε τον πόλεμο, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος», υπογραμμίζει ο γενναίος στρατηλάτης του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο ίδιος έφτιαξε ναό της Παναγίας εκτελώντας σχετικό τάμα του. Ο ήρωας Κίτσος Τζαβέλλας στην Παναγία πήγε και αφιέρωσε το τσακισμένο σπαθί του μετά τη μάχη της Κλείσοβας, γιατί θεώρησε ως θαύμα το γεγονός ότι εχθρικό βόλι τού έσπασε το σπαθί, χωρίς να πειράξει καθόλου τον ίδιο. Ο γενναίος ήρωας της Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης, ασήμωσε την εικόνα της Παναγίας της Προυσσιώτισσας, όταν έγινε καλά από κάποιαν αρρώστια. Αλλά και ο ατρόμητος πυρπολητής Κων/νος Κανάρης στην Παναγιά πήγε να βάλει ένα ευχαριστήριο κερί μετά την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο. Ας θυμηθούμε το ωραίο αυτό περιστατικό, όπως το ανέπλασσε ποιητικά ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, στο ποίημα «Το τάμα του Κανάρη»:

Το χέρι που άτρεμο έσπειρε το θάνατο

Με το δαυλό -το φοβερό το χέρι-

Τώρα ταπεινωμένο και τρεμάμενο

Στην Παναγιά ανάφτει ένα αγιοκέρι…

Και στις επόμενες πολεμικές περιπέτειες η Παναγία στάθηκε κοντά στο μαχόμενο ελληνισμό. Στο ποίημα «Παρηγορίτισσα» ο Άγγελος Σικελιανός παρακαλεί την Παναγία να αξιώσει τους Έλληνες να μπουν νικητές στα Γιάννενα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.

 Από τα πολλά πατριωτικά ποιήματα που έχουν γραφεί για το έπος του 1940 και την άμεση συμμετοχή της Παναγίας σ΄ αυτό, είναι το συγκινητικό ποίημα του Τίμου Μωραϊτίνη «Η προσευχή του πληγωμένου της Πίνδου», που εκφράζει παραστατικά το αίσθημα φιλοπατρίας και ευσέβειας που θέρμαινε τότε τις καρδιές των στρατιωτών μας, όταν πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή. Ο Γεώργιος Βερίτης έχει γράψει δύο μακρά ποιήματα χαρισμένα στους ηρωικούς νεκρούς και πολεμιστές μας, στα οποία η παρουσία της Μεγάλης Δέσποινας είναι έντονη. Το πρώτο επιγράφεται «Ηρώων ψυχές» και το δεύτερο «Ελλήνων ύμνος». Τη βοήθεια της Παναγίας για τη δημιουργία της νέας Ελλάδος μέσα από τις στάχτες της ζητεί και ο ποιητής Τάκης Μπαρλάς.

***

Η Παναγιά έχει τόσο δεθεί με την ελληνική ψυχή και την ελληνική φύση, ιδίως τη θάλασσα, που έχει σχεδόν ταυτιστεί με το πανέμορφο ελληνικό τοπίο στην ποιητική μυθοπλαστική φαντασία. Έτσι, ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης βλέπει την Παναγία «να κρατά στην ποδιά της το πέλαγο, τη Σίκινο, την Αμοργό και τ΄ άλλα τα παιδιά της», ενώ αλλού τη θωρεί να βγαίνει από τη θάλασσα σαν Αφροδίτη και σαν Γοργόνα. Και σ’ άλλο σημείο της συλλογής του «Ήλιος ο πρώτος» ταυτίζει την Παναγιά με το ίδιο το πέλαγος. Ο ίδιος ποιητής, με περισσή τέχνη, συνδυάζει, «αντιστικτικά» θα λέγαμε, θαλασσινά ονόματα της Παναγίας με σκηνές από τον καθημερινό βίο των νησιών μας, με εικόνες από το ιστορικό μας παρελθόν κι από τις λαϊκές παραδόσεις μας. Είναι ένα ποίημα από τον «Μικρό ναυτίλο» γεμάτο Ελλάδα και Ορθοδοξία:

Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου

Τα ονόματα της Παναγίας και θα δείς

Ε, ε Χρυσομαλλούσα

Ε, ε Χρυσοσκαλίτισσα

Να ξεπετιέται πάλι στο βουνό με τ΄ άσπρο σπίτι στην πλαγιά

Τ΄ άλογο με τα δυο φτερά

Κι η άγρια φράουλα της θάλασσας

Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου

Θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται μέσα στ΄ αραποσίτια

Τον Μήτσο με τις τρίχες και τ΄ αλυσιδάκι στο λαιμό

Ε Παναγιά Τα μάγκανα

Ε Παναγιά Τόσο Νερό

Να βλαστημάει και ν΄ ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του

Τέσσερα-πέντε αρχαία ελληνικά

Το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα

Καρυστιανή και Ακλειδιανή

Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα

Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στη κιθάρα σου

Κι απ΄ τ΄ αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς

΄Ει Κρουσταλλένια, έι Δροσιανή

΄Ει Παναγιά του Νίκους

Να σχίζεται στα δύο τ΄ ουρανού το καταπέτασμα

Κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ

Να κατεβαίνει- κοίτα:

Στα κύματα, μ’ ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει.

Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίτρα μου έι!

Έντονα και «ελληνικά» προσωποποιημένη είναι η Παναγία και σ΄ ένα άλλο ποίημα ελυτικής υφής, το ποίημα «Η χαρά των αγγέλων» του Άγγελου Παρθένη. Στο ίδιο κλίμα και με τις ίδιες χάρες, όπως και το προηγούμενο, είναι γραμμένο ένα ακόμα ποίημα του Άγγελου Παρθένη. Έχει τον τίτλο «Η Κοίμηση». Το δεσμό της Παναγίας με την Ελλάδα και κυρίως τη θάλασσα ψαλμωδεί και ο ποιητής Ματθαίος Μουντές στο ποίημα «Άνθη του Δεκαπενταύγουστου».

Η «ανθρωποποίηση» της Παναγίας είναι δείγμα βαθειάς αγάπης και στενής οικειότητας μεταξύ του λαού μας και της Παναγίας. Η δική μας Μητέρα του Θεού δεν έχει τη σκαιά αυστηρότητα, ακόμα και την αγριάδα, άλλων θεαινών. Δεν είναι απρόσιτη στο θρόνο της εξουσίας της, με την υπεροπτική, τιμωρητική αυθεντία της. Tα μάτια της μοιάζουν με περιστέρια ειρήνης, όπως γράφει η ποιήτρια Ευαγγελία Παπαχρήστου-Πάνου στο ποίημά της «Μικρά εγκώμια στη Θεοτόκο, Γ΄». Η Παναγία είναι απλή, καταδεχτική, γεμάτη έλεος και συμπόνοια. Είναι κάποια σαν εμάς, που μπορεί να την συναντήσει κανείς ακόμα και στο δρόμο της εξοχής! Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ισχυριστεί ότι είδαν την Παναγία με τα ίδια τα μάτια τους! Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος βλέπει την Παναγία σαν απλή γυναίκα του χωριού, να περπατά ανάμεσα σε ζώα και ανθρώπους. Γράφει στα γνωστό μελοποιημένο ποιηματάκι του, το γεμάτο ελληνικές εικόνες και ελληνική ζωή:

να τη η Παναγιά,

να κρατάει στην ασημένια της ποδιά

πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια…

***

Φυσικά δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν για την Παναγία ή σχετίζονται μ΄ αυτήν αμέσως ή εμμέσως. Θα αναφερθούμε όμως στον ποιητή Σαράντο Παυλέα, πραγματικό ποιητικό χείμαρρο, που μόνο στην ποιητική συλλογή του «Συνειδησιακό Υπόγειο» (Θεσσαλονίκη 1985) έχει αφιερώσει στην Παναγία τα μακροσκελέστατα ποιήματα «Σύγχρονος σοβαρός και σεβαστός λόγος της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας» και «Υπεραγία Θεοτόκε και σώσον ημάς», συνολικά πάνω από 2.500 πολυσύλλαβους στίχους, καθώς και τα συντομότερα «Με την ιερή σου Κοίμηση ταύτιζέ μας με το ρήμα «Υπηρετώ» Θεοτόκε», «Σώσε με, Θεοτόκε» και «Προσωπική παράκληση στην Παναγία». Στα ποιήματα αυτά, που είναι μαζί ευχαριστήριοι αίνοι και προσευχές, με σύγχρονο προβληματισμό για τα θέματα του ανθρώπου και του κόσμου, ο ποιητής φιλοτεχνεί για την Παναγία μερικά από τα ωραιότερα και πιο πρωτότυπα επίθετα, όπως «των μεγάλων και των ωραίων εργατικών Αγαθών μόνη Ρυθμίστρια», «των χειμαζόμενων μόνη παραστάτρια», «Μητέρα όλων των Απείρων», «του ενδόμυχου οίκου μας Φωταγωγήτρια», «της Δικαιοσύνης Είσοδος», «πιο καθαρή απ΄ όλους τους ήλιους», «της πιο όρθιας θέσης και της πίστης  ο ισχυρότερος ώμος», «εσύ που γέννησες το Στάχυ το άφθαρτο κι ένωσες τη γη με τον ουρανό», «της Πρώτης Θεότητος Εκλεκτή Μετουσία», «του Θεού πρώτη Συνάφεια», «Σεβαστή των Ουρανών», «των Οικτιρμών το αξήραντο φρέαρ», και πλήθος άλλων.

Θα αναφερθούμε σε δύο ακόμα μοντέρνους ποιητές, που διακρίνονται για την βαθειά τους θρησκευτικότητα και την ιδιόρρυθμη ποιητική εκφραστική τους, δηλ. τη Θεσσαλονικιά Ζωή Καρέλλη και τον σκοτεινό, σχεδόν μυστικό Τάκη Παπατσώνη, που έχουν γράψει πολλά ποιήματα για την Παναγία σε αρχαιοπρεπές ύφος και νεωτερική γραφή. Από τη Ζωή Καρέλλη αναφέρουμε τα ποιήματα «Αίνος», «Προσφυγή των αδυνάτων» και «Επίκληση». Στο ποίημα «Αίνος» τα επίθετα και οι χαρακτηρισμοί προς την Παναγία, συναγωνίζονται τα καλύτερα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας μας. Στο ποίημα «Η προσφυγή των αδυνάτων», η ποιήτρια εξομολογείται στην Παναγία τις σκέψεις, τους φόβους και τα μύχια αισθήματά της γύρω από τα θέματα της ζωής και του θανάτου. Ζητά τη συμπαράσταση της καλής Μητέρας των χριστιανών για να γλυτώσει από το φόβο του θανάτου και να βρει τη δύναμη στη ζωή. Τέλος, στο ποίημα «Επίκληση» η Ζωή Καρέλλη προσεύχεται και συνδιαλέγεται με την Παναγία, ζητώντας τη βοήθεια και τη συμπόνια της. Με μοντέρνα γραφή και τεχνική, αλλά και σύγχρονο προβληματισμό, η ποιήτρια συνθέτει μια θερμότατη προσευχή και ικεσία, αλλά και έναν από τους καλύτερους και θερμότερους ύμνους προς την Παρθένο Μαρία:

Ανάμνηση της χαράς, μνήμη, μνημείο

Της αγάπης νικητήριο άσμα γλυκόηχο,

Γνώμη, λογισμέ της αγάπης

Που ενώνεις το πένθος και τη χαρά.

Αναφορά προς το πνεύμα,

Προς τον Λόγον ξεκίνημα,

Γεννήτρια του αγαθού πόθου.

Μοίρα διαλεχτή, ερμηνεία του πνεύματος,

Ύλη και ουσία του Λόγου,

Ορατή μητέρα του Λόγου,

Αρχή του Λόγου μέσα στο στόμα

Του ανθρώπου ύμνος στην ομολογία

Της αδυναμίας στη παραδοχή της ταπεινοσύνης.

Από τα πολλά ποιήματα που έχει γράψει για την Παναγία ο Τάκης Παπατσώνης («Υπέρ χιόνα», «Το σκίρτημα της Ελισάβετ», «Ωδή εις την κατάπαυσιν της Παρθένου», το μακρότατο «Λιτανείες της Παναγίας», κ. ά.), θα σχολιάσουμε τα ποιήματα «Για τους φτωχούς ανθρώπους» και «Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου». Στο ποίημα «Για τους φτωχούς ανθρώπους», ο ποιητής δέεται στην Παναγία να του δώσει την ταπείνωση, για να μπορέσει ν΄ ανέβει στα «βασίλεια τα μακαριστά» και να δείξει συμπόνια στα «άθλια του δάκρυα», για να κρατηθεί στον ίσιο δρόμο. Επίσης δέεται για τους απλούς ανθρώπους, για τον φτωχό λαό μας, που πολύ πόνεσε και απελπίστηκε. Οι χαρακτηρισμοί του ποιητή Τάκη Παπατσώνη για την Παναγία συναγωνίζονται σε επιτυχία αυτούς των καλύτερων υμνογράφων μας. Την αποκαλεί «Μητέρα των χαρίτων», «έσοπτρο των Αγαλλιάσεων», «άστρο ανέσπερο», «Δέσποινα του Ουρανού», «περιστερά του Νώε μαντατοφόρα», κ.ά.

Στο ποίημα «Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου» ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης εκμεταλλεύεται με το δικό του τρόπο το γνωστό ύμνο από τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας «Άλαλα τα χείλη των ασεβών», για να τονίσει την ασέβεια όσων απομακρύνθηκαν από τη γαλήνια αγκαλιά της μεγάλης Μητέρας, και πνίγονται στη τύρβη των πόλεων και στη βουή των εγκοσμίων θεαμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ποίημα αυτό η Παναγία παρουσιάζεται ως ταυτόσημη με το θαυμάσιο ελληνικό τοπίο («Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού», «Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκλήσι δαρμένο από την αντηλιά»). Η Παναγία γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού φυσικού και κοινωνικού κόσμου, μια αιώνια παρουσία δεμένη με την ίδια την ελληνική ψυχή. Τη στιγμή της Κοίμησης η φύση συμμετέχει στον εορτασμό, και τα δέντρα γίνονται «ριπίδια της λατρείας», που «ριγούντα και φρίττοντα» συγκλίνουν για προσκύνηση του αγίου Σώματός της, δίνοντας θάρρος και δροσιά στις φρυγμένες ψυχές των απίστων και ασεβών.

 Θα ήθελα να κλείσω το θέμα της Παναγίας στη νεοελληνική ποίηση με μια σύντομη αναφορά στο μεγάλο μας ποιητή Άγγελο Σικελιανό, έναν ορφικό μύστη κι ένα ρωμαλέο λυρικό, που με το έργο του προσπάθησε να επιτύχει τη σύνθεση παγανισμού και χριστιανισμού, ή, αν θέλετε, τη σύνθεση των πάντων σε μια συμπαντική ενότητα. Στο ποίημά του «Μήτηρ Θεού», όπου με ελεγειακό τρόπο αποδίδει το αίσθημα της απολύτρωσης του ανθρώπου από το φόβο του θανάτου, πλανιέται η ιερή σκιά της μητέρας του Χριστού. Πολλά από τα 15σύλλαβα δίστιχα του ποιήματος αναφέρονται στην Παναγία.

Υψηλή έμπνευση και ρωμαλέος επικός τόνος με μεταφυσικές προεκτάσεις χαρακτηρίζουν και την μακρά, ανολοκλήρωτη σύνθεση του Άγγελου Σικελιανού «Πάσχα των Ελλήνων». Εδώ ο ποιητής αναπλάθει σκηνές από τα Ευαγγέλια, σχετικά με τον επίγειο βίο της Θεοτόκου, και τα συγκερνάει με στοιχεία από την ελληνική μυθολογία, προσπαθώντας να δημιουργήσει πανανθρώπινα σύμβολα καθολικής εμβέλειας. Από αυτή τη μεγάλη σύνθεση του Άγγελου Σικελιανού παραθέτουμε το τελευταίο μέρος, που έχει τίτλο «Ύμνος στην Παναγία». Ο ποιητής βλέπει την Ελλάδα μπροστά στην Παναγία, σαν κόρη μπροστά στην μητέρα της:

…Κι εκεί που κάθομαι ψηλά, γαλήνιος κι ωριμάζω

Το νόημα, φέρνει ο άνεμος θαμπούς κυματισμούς

Καμπάνας μες απ΄ τα χωριά: λογιάζω κι απεικάζω

Που κράζει για  της χάρης Της τους θείους Χαιρετισμούς.

Όλα ως ν΄ ανοίγονται άξαφνα με τ΄ άκουσμα τα φρένα,

Πηγή ο αχός στη μέση τους κι αδιάκοπα σκιρτά,

Σήμαντρα, πλάτανοι, νερά, όλα μιλούν σαν ένα:

Η Ελλάδα που τη Χάρη Της ξυπνάει και χαιρετά.

Στεριές, νησιά και πέλαγα, μια Κόρη και μια Μάνα,

Η Ελλάδα στην αθάνατη γονατιστή πλαγιά

Που τρέμει μπρος της η άβυσσο, ακούοντας την καμπάνα,

Τα θεόρατα τα μάτια Σου στυλώνει, Παναγιά!

Μικρή παιδούλα Σε κοιτά, και σε κοιτάζει κόρη.

Και σε κοιτάζει ολόμεστη γυναίκα φωτεινή

Και Σε κοιτάζει άμα κρατείς στο χέρι Σου το δόρυ

Κι είναι πολέμου σάλπιγγα στα χείλη Σου η φωνή!

Και σε κοιτάει στο μέτωπο, και σε κοιτάει στα χέρια:

Το μέτωπό Σου σκέπει το του μαντηλιού η σκεπή.

Κι είναι τα χέρια Σου γυμνά σαν τα μεγάλα αστέρια,

Στα χέρια Σου ειν΄ η δύναμη, η αγρύπνια, η προκοπή!

Και Σε κοιτάει στα γόνατα, και Σε κοιτάει στα στήθια:

Τα γόνατά Σου είναι  σμιχτά, της αρετής θρονί.

Κι από τα στήθια Σου άσωτος τρέχει κρουνός η αλήθεια,

Η αγάπη τρέχει αστέρευτη με την υπομονή!

Και Σε κοιτάει στα κράσπεδα, και Σε κοιτάει στα πόδια:

Σαν τα δικά της πέλαγα, τα κράσπεδά σου ανθούν.

Κι είναι βουνό, στα πόδια σου, τα μήλα και τα ρόδια,

όλοι οι καρποί στα πόδια Σου, για να φανερωθούν!

 Όλοι οι καρποί στα πόδια Σου, κι αυτή μαζί τους είναι,

Καθώς Εσύ σαν έστεκες μπροστά στην Κιβωτό…

Μάνα, λογάριασε καλά και ζύγιασε και κρίνε

Και γράψε Εσύ, της μοίρας της το νέο κατεβατό!

Εύχομαι, το «κατεβατό» που θα γράψει η Μεγάλη Μάνα μας Παναγία για τη μοίρα της πατρίδας μας, να είναι γεμάτο από την ευλογία και τη χάρη Της. Χρόνια πολλά!

 

 

 

 

 

 

 

 

Opsarion.gr