Απόσπασμα από τον "Φύλακα της αρχαίας Ηραίας"

Όταν ο Αλάριχος ο Γερμανός, αυτή η ντροπή της ανθρωπότητας, λεηλατούσε και κατέστρεφε τον αρχαίο κόσμο της Πελοποννήσου, αφού ήδη είχε αφανίσει σχεδόν τον Έλληνα της Θράκης, της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας κτλ., δεν ήθελε να γίνει καταχτητής στα ευλογημένα μέρη, τον τίτλο του πολεμικού μάγιστρου ήθελε διακαώς για να νιώσει και αυτός πως κάποιος σπουδαίος άντρας ήταν. Ζητούσε να του αναγνωρισθούν οι βρώμικες εκδουλεύσεις που είχε κάνει στον έτερο σφαγέα και αυτοκράτορα, στον Θεοδόσιο τον Μέγα. Αθέτησε τον λόγο του ο Θεοδόσιος -τι πιο φυσικό για έναν αυτοκράτορα- αλλά δεν πρόλαβε να γεράσει, πέθανε ένα βράδυ και φωτίστηκε το σκοτάδι από την χαρά των ανθρώπων, μέχρι που ανέλαβε ο ανήλικος γιός του ο Αρκάδιος σαν αυτοκράτορας έχοντας στο πλευρό του την μάνα του Θεοδώρα και τον Ρουφίνο, έναν αυλικό ρουφιάνο. Στην Πελοπόννησο σαν έφτασε ο Αλάριχος και εκθεμελίωνε τον παλιό κόσμο με τους ανώμαλους αρειανούς καλογέρους του, ο νέος πιά αυτοκράτορας Αρκάδιος του έστειλε τα συγχαρητήρια του και τις ευλογίες του, τον ευχαρίστησε για την «αγνή του υπηρεσία» και του αναγνώρισε όσα ο πατέρας του αρνούνταν. Μαλάκωσε ο Αλάριχος από την τιμή, συγκινήθηκε και έπεσε στα γόνατα να προσευχηθεί στον θεό του χρήματος. Όμως, πριν φτάσει η αυτοκρατορική «ευχαριστία», μεταξύ της Ηραιάτιδας Χώρας και της Ηλειακής Φολόης, μια μεγάλη μάχη έλαβε χώρα, και πιο συγκεκριμένα στην καρδιά της Στρατίης.

          Ήμουν παρών στην φονική ψυχασθένεια του Αλάριχου και των καλογέρων του, τακτοποιούσα τις τελευταίες λεπτομέρειες λίγο ανατολικότερα, πριν σφραγίσω την μεγάλη αίθουσα, όχι μόνο από τα μάτια τα δικά του -εξάλλου με τόσο μίσος που είχε μέσα του δεν καλόβλεπε- αλλά και από τα δικά σου μάτια. Άκουσα φασαρία μεγάλη, οχλαγωγή, φωνές και κραυγές, κρότους παράξενους, ανέβηκα στο Ιερό του Πάνα και κοίταξα δυτικά. Στο Αργόν Πεδίον, στα Δώδεκα Μέτρα, στον Λάδωνα και στον Αλφειό, στην Κοράκων την νήσο, αρματωμένοι λεγεωνάριοι πολεμούσαν με τους μαυροφορεμένους Βησιγότθους, σώμα με σώμα, κορμιά έπεφταν, κεφάλια πεταγόντουσαν στα χωράφια, χέρια και πόδια έψαχναν τα σώματά τους, καρδιές ξεριζώνονταν, ώμοι κόβονταν στα δυό από την δύναμη του σπαθιού, μάτια γεμάτα αίματα χτυπιόντουσαν στο έδαφος, ο ουρανός έγινε μαύρος από το ουρλιαχτό του πόνου και του θανάτου. Πίσω από τους Βησιγότθους και τους παλαβούς καλογέρους ξεχώριζε ο Αλάριχος, πίσω από του Ρωμαίους, τους έτερους δολοφόνους του ελληνικού στοιχείου, ξεχώριζε με τον κόκκινο χιτώνα του ο Στηλίχωνας ο στρατηγός τους.

          Ο Απόλλωνας από την Ενισπίη, έδωσε εντολή να σταματήσει η ροή του φωτός, δεν ήθελε να μολύνει την καλοσύνη του με το αίμα που γέμισε τον Λάδωνα και τον Αλφειό. Ο Ηραιεύς, φοβισμένος από τις ακρίδες που μάχονταν στους κάμπους του και στα ποτάμια του, κατάχωνε τους εναπομείναντες θησαυρούς του μήπως και τους σώσει. Οι υπήκοοι του, οι δούλοι και οι υπηρέτες του, οι αγρότες του, σφάζονταν σαν τα αρνιά από τα σπαθιά των μεν και των δε. Δεν υπήρχε έλεος, στο όνομα της ανατολικής αυτοκρατορίας και στο όνομα της Ρώμης, υπήρχε μόνο το σπαθί. Κράτησε πολύ η ανελέητη μάχη, τα αναλώσιμα στρατιωτάκια πολεμούσαν για «ανώτερους σκοπούς», όπως δηλαδή γίνεται συνήθως στους πολέμους απ’ αρχής κόσμου, το χυμένο αίμα θόλωνε το μυαλό και πότισε το χώμα δίνοντάς του αλλόκοτα χρώματα, η αύρα που σηκώθηκε μαύρισε τον ουρανό και τότε, χιλιάδες κεραυνοί άρχισαν να πέφτουν για να κάψουν ότι είχε απομείνει ζωντανό. Δάκρυσαν οι αποσυρθέντες θεοί από την ανθρώπινη κατάντια και κατά το βράδυ έδωσαν τέλος στην πολύνεκρη ματαιότητα, δεν άντεχαν ούτε και οι ίδιοι τόση δυστυχία που έφερε ο ελεεινός Βησιγότθος και ο πεινασμένος λεγεωνάριος.

          Στο ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, όταν κατακάθισε ο αχός του πολέμου, ο τόπος είχε γεμίσει από σπασμένα κρανία, χέρια και πόδια έχασκαν μόνα τους δώθε-κείθε, και μια σιωπή, μια τρομακτική σιωπή απλώθηκε μην πιστεύοντας όσα έβλεπε τριγύρω της. Ο Αλάριχος με όσους ημίτρελους καλογέρους είχαν σωθεί από το μακελειό, έφυγε προς την Ηλεία να ξεκουραστεί, να κάνει νέα σχέδια και να βαδίσει κατά της Ρώμης. Πίσω έμεινε ο νικητής Στηλίχωνας και έβαλε μερικούς εξαθλιωμένους δούλους να στήσουν ένα τρόπαιο με το όνομά του. Αλλά δεν το έστησαν, ήσαν τόσο εξαντλημένοι που έπεσαν από τις σκαλωσιές και σκοτώθηκαν. Γλύτωσαν από τον πόλεμο και σκοτώθηκαν για την ματαιοδοξία του στρατηγού. Στα μετόπισθεν, ο Ηραιεύς σηκώθηκε φρέσκος και ευδιάθετος και απολάμβανε το πρωινό του γεύμα. Είχε ασφαλίσει τον χρυσό του, και μόνο λίγο χαλκό είχε αφήσει φανερό, αυτόν που θα έπαιρνε αργότερα ο Στηλίχωνας για τα έξοδα του. Οι περισσότεροι υπήκοοι του, κυρίως της Στρατίης,  κείτονταν νεκροί, «τι κρίμα» σκέφτηκε, «και τώρα ποιοι θα δουλεύουν για μένα;», αναρωτήθηκε σχεδόν φωναχτά. Είχε διαφορετικά βάσανα ο βασιλιάς, πρακτικά προβλήματα που ζητούσαν λύσεις, δεν είχε την πολυτέλεια να λυπηθεί ή να πενθήσει για τους νεκρούς του. Με αυτές τις σκέψεις όμως τον έπιασε κόψιμο και έτρεξε φουριόζος για την κένωσή του να αλαφρώσει από την πίεση του εντέρου του.

          Ο Στηλίχωνας, σαν είδε τον Αλάριχο να χάνεται πίσω από την Φολόη, τράβηξε με την φρουρά του για το GrantResort της Ήρας. Άλλαξε, έβγαλε την καθαρή πολεμική φορεσιά του και φόρεσε την ρόμπα του, μία πλύση στα ιαματικά λουτρά μόνο οφέλη θα έφερνε στο σώμα του και στο πνεύμα του. Όση ώρα μία υπηρέτρια του έτριβε την πλάτη, έξω από τα λουτρά, η φρουρά του αρματωμένη στεκόταν ανήσυχη, παίρνοντας κάθε είδους προφύλαξη για τον στρατηγό της. Τελείωσε όμως ο Στηλίχωνας την πλύση και την εντριβή και γύρισε πίσω στο Resort να αλλάξει, και να γευματίσει. Απόλαυσε με ηρεμία το πλούσιο γεύμα του, ρεύτηκε, και φόρεσε πάλι την ένδοξη στολή του με τον κόκκινο χιτώνα να του δίνει άλλον αέρα, τον έκανε και ξεχώριζε από την φρουρά, φόρεσε βέβαια και την περικεφαλαία με τα φτερά και έτσι καμαρωτός έφτανε στο παλάτι του Ηραιέα για τον παρά. Την ώρα της άφιξής του, ο Ηραιεύς έβγαινε ελαφρότερος από την τουαλέτα. Την ώρα εκείνη γύρισα πίσω στις δουλειές μου.

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος