Απόσπασμα από το βιβλίου του Άρτου του Δία «Ο Φύλακας της αρχαίας Ηραίας»

Απόσπασμα από το βιβλίου του Άρτου του Δία «Ο Φύλακας της αρχαίας Ηραίας»

Αντί προλόγου

          Θα πρέπει να έχεις στον νου σου ένα πράγμα όταν ακούς για την Ηραία, η αναφορά γι’ αυτήν σε ό,τι σου είναι γνωστό, προέρχεται από τις γνώμες των άλλων που τις κατέθεσαν προφορικά (όπως ο Όμηρος) ή τις έγραψαν πάνω σε πάπυρους (όπως όλοι οι άλλοι μετά από τον τυφλό ποιητή). Σε τι κατάσταση ήταν ο κάθε ένας από αυτούς όταν έλεγαν ή έγραφαν, δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις, αν ήσαν δηλαδή μεθυσμένοι, αν είχαν σώας τας φρένας τους, αν είχαν κακότητα μέσα τους, αν με την γραφή τους έγλυφαν την εξουσία -θεούς ή βασιλιάδες-, αν τελικά έγραψαν την αλήθεια των πραγμάτων όπως την έζησαν ή όπως την άκουσαν από χείλη τρίτων. Όλοι αυτοί, ακόμα και σε άριστη ψυχοσωματική κατάσταση και αν βρισκόντουσαν, περιόρισαν κατά χιλιάδες χρόνια την ιστορία της. Εσύ, διαβάζεις μερικά λόγια για την ακμή της και την εξαφάνισή της κατά τους ιστορικούς όπως λέγονται χρόνους, τυποποιημένη γνώση δηλαδή εφόσον η διάνοια όλων αυτών περιόρισε σε στενά χρονολογικά πλαίσια την ύπαρξή της. Ουσιαστικά, αγνοείς την Ηραία, όπως αγνοείς την ιστορία αυτού του κόσμου μέσα στον οποίο ζεις και αναπνέεις και υποτίθεται ότι κινείσαι ελεύθερα.

          Η ιστορία, όπως τόσα άλλα πράγματα στην ζωή σου, σχεδόν τα πάντα που σε αφορούν, κινούνται μέσα από μοντέλα που ανέπτυξαν βασιλιάδες και αμπελοφιλόσοφοι και από τα οποία δεν παρεκκλίνει ουδείς. Αν παρεκκλίνεις έστω κατά το ελάχιστο από αυτά, ή τίθεσαι στο περιθώριο ή στην καλύτερη περίπτωση βάζουν το κεφάλι σου στην γκιλοτίνα. Δεν χωρά διαφορετική άποψη στα πράγματα, σε αυτά που ονόμασαν «ιερά και όσια», διότι μία διαφορετική άποψη ή θέση χαλάει την ησυχία της ύπνωσης στην οποία είσαι.

          Στις αρχές του κόσμου, ήμουν παρών. Όπως και τώρα, όπως θα είμαι και αύριο. Είμαι παρών στα πράγματα διότι έτσι το θέλησε η Ειμαρμένη, Σε όλο αυτό το σφυροκόπημα του χρόνου (ή του Κρόνου αν σου αρέσει), που αδυνατίζει την σάρκα αλλά όχι το πνεύμα, πολλά έχουν συμβεί και που εσύ δεν θέλεις να ξέρεις. Αν το ήθελες θα γνώριζες. Η ιστορία σου δεν περιορίζεται σε δυό-τρείς χιλιάδες χρόνια που σου λένε και μένεις εκεί, ο πολιτισμός σου πηγαίνει πολύ πίσω, τόσο, που αν μάθεις θα τρομάξεις. Για να σε τρομάξω βρίσκομαι τώρα εδώ. Αυτά που γράφω εσύ μπορείς να τα ακούσεις, αλλά δεν τα γράφω για σένα, δεν τα γράφω για τους θεούς, τους έχω βαρεθεί αυτούς και δεν θέλω να τους καλοπιάσω, μήτε για βασιλιάδες τα γράφω, ούτε από φόβο ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Την ελπίδα εσύ την αφήνεις να πεθάνει τελευταία, εγώ την σκοτώνω πρώτη για να είμαι ελεύθερος μην περιμένοντας τίποτα από πουθενά, από καμία δύναμη ανώτερη ή κατώτερη. Όσα γράφτηκαν ως το σήμερα, γράφτηκαν για θεούς και ανθρώπους, για ημίθεους και ήρωες. Όπως καταλαβαίνεις, τους βασιλιάδες τους βάζω στους ανθρώπους όσο κι’ αν αυτοί θέλουν να γίνουν θεοί. Είναι κι’ αυτοί άνθρωποι σαν και σένα και μένα, έχουν βέβαια εξουσία και με τον τρόπο αυτό ικανοποιούν το μίσος τους, πνίγουν τον φόβο τους, αλλά όση εξουσία κι’ αν έχουν ο πόθος και η απογοήτευση δεν φεύγουν. Ότι έχει γραφτεί μέχρι σήμερα, γράφτηκε κατά διαταγή βασιλιάδων και αρχόντων, για να καλοπιάσουν τους θεούς ή να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν σε πράγματα που δεν έχουν γίνει, ή έγιναν διαφορετικά και η συμβολή τους σε αυτά είναι μεγάλη ή μικρή. Κάτω από το φως, όλα επιστρέφουν και τίποτα δεν αλλάζει, παρ’ ότι αλλάζουν τα ρούχα και οι λέξεις στα λόγια. Για τον λόγο αυτό οι ιστορικοί θα συνεχίζουν να γράφουν με τον ίδιο τρόπο, γλύφοντας και εκλιπαρώντας την εξουσία των βασιλιάδων.

          Εγώ όμως, ο Φύλακας, γιός θεών και ανθρώπων, αρχόντων και δούλων, την υποκρισία, το ψέμα, αυτά και πολλά άλλα τα βαρέθηκα. Γι’ αυτό γράφω για μένα, αυτά που ξέρω και είδα, ή αυτά που μπορώ να επαληθεύσω ακούγοντάς τα. Και δεν ελπίζω όσα γράφω να διαβαστούν, ούτε από σένα ούτε από κανέναν άλλο, δεν με ενδιαφέρει αν θα εκθειάσεις τον λόγο μου ή θα τον απορρίψεις, αν θα με υψώσεις στους ουρανούς ή θα με βάλεις μέσα στη γη, αστεία πράγματα, αλλά έτσι δεν κινείσαι;, αυτό δεν κάνεις από τότε που σε γνώρισα;, πάντα δεν κρίνεις;.

          Από τις απαρχές του κόσμου, πολλά είδα στην ζωή μου, τον γιό να σκοτώνει τον πατέρα, την μάνα να φονεύει τον γιό, τον φτωχό να εναντιώνεται στον πλούσιο, τον θεό να χτυπά πισώπλατα τον θεό, τον δούλο βουτηγμένο μέσα στη λάσπη να πίνει νερό με τα χέρια του ενώ κάποτε έπινε από χρυσά και ασημένια κύπελα, αυτόν που είχε αμέτρητους θησαυρούς τον είδα ζητιάνο στην άκρη της πόλης, γυναίκες όμορφες να πουλάνε το κορμί τους για δυό δεκάρες, αυτές που κάποτε ντυνόντουσαν μέσα στο χρυσό. Η ζωή πάντα έτσι ήταν, τα πάνω γυρίζουν στα κάτω, ανεβαίνεις και κατεβαίνεις, υψώνεσαι ή πέφτεις, την μια στιγμή είσαι βοσκός και την άλλη βασιλιάς, σκοτώνεις και σφάζεις και σε σκοτώνουν και πετάνε το σώμα σου στους γκρεμούς ή στις θάλασσες. Βλέπεις, πάντα ανακυκλώνονται τα ίδια, τίποτε καινούργιο δεν συμβαίνει, εσύ, ο άνθρωπος δεν έχεις αλλάξει και ούτε πρόκειται ν’ αλλάξεις, ότι υπήρχε πρίν από μένα θα υπάρχει και μετά από μένα. Γι’ αυτό σου λέω και πάλι, τι κι’ αν διαβάσεις τα λόγια μου;, θα καταλάβεις νομίζεις την αλήθεια από την στιγμή που ζεις αιώνια μέσα στην πλάνη;. Γράφω για μένα επειδή ήμουν πάντα παρών στα γεγονότα, ενώ εσύ πάντα απουσίαζες από αυτά, φοβόσουν.

          Όμως, ούτε για μια στιγμή μην πιστέψεις ότι εγώ ήμουν πάντα καλός, κάθισα στα δεξιά της εξουσίας των βασιλιάδων, σαν δούλος πείνασα και δίψασα, έζησα σε μεγάλα σπίτια, αλλά και οι τρώγλες και οι καλύβες σκέπασαν την φτώχεια μου, είχα όσα επιθυμεί ένας άνθρωπος αλλά ποτέ δεν ήμουν ευχαριστημένος, επιθυμούσα κι’ άλλα, κι’ άλλα, κι’ άλλα. Από την πλεονεξία μου εξορίστηκα, σκοτώθηκα, πουλήθηκα σαν δούλος, πριν όμως, έκανα τα ίδια σε άλλους.

          Γεννήθηκα στην Αρκαδία την εποχή του Πελασγού, σε αχρονολόγητη εποχή, κάτω από μια βελανιδιά, την χρυσή Άνοιξη που το θρόισμα των φύλλων ευχαριστεί τον δημιουργό του κόσμου. Δεν νοσταλγώ ούτε τα παλιά μεγαλεία, ούτε τις παλιές αναποδιές της ζωής, το ίδιο καλά θα γείρω να κοιμηθώ σε ένα παλάτι όπως και κάτω από ένα πουρνάρι, μου αρέσει το άρωμα του γιασεμιού, όπως κι’ αυτό της κοπριάς των ζώων.

          Ο Πελασγός, ο γενάρχης μας όπως τον λες και φουσκώνεις από περηφάνια, βοσκός ήταν ξέρεις. Έτσι ξεκίνησε, με είκοσι προβατάκια, που έγιναν 40 σε δυό χρόνια, μετά περισσότερα, αδίκησε γειτονικούς βοσκούς, άλλους σκότωσε, άλλους έκλεψε, το βιός του μεγάλωσε. Μαζί με την στάνη του πλήθυνε και η φαμίλια του, γεννοβολούσε συνέχεια μιάς και ερχόταν σε επαφή με πολλές γυναίκες. Το ξέρεις, στον καιρό του, οι γυναίκες δεν είχαν καμία αξία, μηχανές παραγωγής ήσαν, σκλάβες στα χωράφια, δούλες στο σπίτι, πόρνες στο κρεββάτι. Αλλά έγινε τρανός ο Πελασγός, όπως τρανοί και μεγάλοι γίνονται όσοι σφάζουν και σκοτώνουν. Ένας από τους αμέτρητους γιούς του, ο Λυκάονας, πολύτεκνος κι’ αυτός σαν τον πατέρα του, γεννοβόλησε μεταξύ των πολλών και τον Ηραιέα, και όπως καταλαβαίνεις αρχίζει και ξετυλίγεται η ιστορία του κόσμου, αυτή που θα σου πω στην συνέχεια και αφορά την δυτική πλευρά της Αρκαδίας, την Ηραία, εκεί που ο εγγονός έστησε το κονάκι του.

          Για μένα γράφω, διότι όπου και να βρίσκομαι, στην Αρκαδία γυρίζω, σε όποια βρύση και αν ήπια νερό, σαν το νερό της δεν υπάρχει, όπου και να κοιμήθηκα, δεν υπήρξε ύπνος ελαφρότερος από τον δικό της, όσες γυναίκες αγάπησα ή γέλασα και κοιμήθηκα μαζί τους, σαν τις γυναίκες της δεν συνάντησα πουθενά, να ξέρεις, όποιος γεννήθηκε στον ίσκιο της βελανιδιάς, εκεί πάντα επιστρέφει.

 

 

 

 

 

 

Opsarion.gr