Το Βιδέλο ...

Πότε εξαφανίστηκαν τα γελάδια από το χωριό;, θυμάσαι;

Με ακρίβεια δεν θυμάμαι, αλλά μετά την κατοχή είχαν αρκετοί στο χωριό γελάδια για τα χωράφια τους. Τα έζεναν κι’ όργωναν, είχαν γάλα, και μερικές φορές μερικοί έσφαζαν και κάποιο μοσχάρι και το πουλούσαν.

Εσείς πως οργώνατε τα χωράφια σας, είχατε γελάδια ή μουλάρια;

Σ’ εμάς γελάδια δεν πρόλαβα αλλά ο παππούλης μου ο γέρο Αλεξούλης θα είχε παλιότερα νομίζω. Πάντως ο δικός σου παππούς ο Βασιλάκος είχα ακούσει ότι είχε όταν τα παιδιά, ο πατέρας σου, οι μπαρμπάδες σου και η θειά σου η Αθηνά ήσαν μικρά.

Είχε; Εγώ είχα ακούσει για δυό γαϊδούρια μονάχα, τον Τσολντή και τον Βλαμμένο, για γελάδια πρώτη φορά από σένα τ’ ακούω τώρα.

Δεν ξέρω αν είχε ένα ή περισσότερα, πάντως μια φορά που ερχόταν ο παππούς σου στο χωριό από την Αθήνα – εκεί πήγαινε από τα παλιά χρόνια κι’ έκανε μαστοριά, σαν έφτασε στο χωριό έπειτα από απουσία μηνών, είχε μαζέψει καλά λεφτά. Τότε, στο κατώι του Χαρίκλειου ήτανε μαγαζί. Αντί να πάει στο σπίτι που πόσο ήταν μακριά, ξέρεις και μόνος σου, πήγε όπως ήταν στο μαγαζί. Εκεί έπιναν και χαρτόπαιζαν. Κάθισε να κεράσει ένα ποτήρι και στρώθηκε στο χαρτί.

Τι έπαιζαν;, ξέρεις;

Με ρωτάς και συ κάτι πράγματα! Που ξέρω τι έπαιζαν, σου είπα, την ιστορία την είχα ακούσει, αλλά ότι κι’ αν έπαιζαν, κολιτσίνα;, πως το λένε, δεν ξέρω, άρχισε και έχανε λεφτά. Παιχνίδι στο παιχνίδι έχασε όλα του τα λεφτά από δουλειά τόσων μηνών, πολλά λεφτά. Είχε φουντώσει από την χασούρα αλλά δεν σηκωνόταν να φύγει, η γιαγιά σου η Μαρία δεν είχε καταλάβει την επιστροφή του αλλιώς θα τον αμπόδαγε. Τότε έβαλε να παίξει την γελάδα που είχαν και έπιναν τα παιδιά λίγο γάλα.

Για λέγε …

Τι να σου πω, κάποια γυναίκα τότε που πήρε χαμπάρι τι γινόταν στο καφενείο, έτρεξε στη γιαγιά σου και της φώναξε: μωρή ο Βασιλάκος από κάτω στου Χαρίκλειου, έχασε όλα του τα λεφτά και τώρα παίζει την γελάδα! Τρέξε! Έτρεξε η γιαγιά σου και μπαίνοντας μέσα του είπε: σήκω γρήγορα, το παιδί δεν είναι καλά! Παράτησε το παιχνίδι στη μέση ο παππούς σου κι’ έτρεξε για το σπίτι, αλλά σαν είδε ότι τα παιδιά ήσαν καλά, άρχισε τα καντήλια στη γιαγιά σου! Έτσι σώθηκε η γελάδα, χάρη στη γιαγιά σου.

Μια χαρά ήταν ο παππούς …

Τι μια χαρά, έγινε σαματάς και πήγε ο παπάς σπίτι να ηρεμήσει την κατάσταση, και πράγματι τα κατάφερε.

Μα εμείς στο σόι σεβόμαστε τους παπάδες.

Εσείς; Τι να σου πω τώρα, άσε με. Αλλά ο παππούς σου, τι του ήλθε, και είπε του παπά την επόμενη μέρα που ήταν Κυριακή, μετά την εκκλησία να πάει πάλι σπίτι να του κάνει το τραπέζι. Δέχτηκε την πρόταση ο παπάς κι’ έφυγε ήσυχος. Η γιαγιά σου πήγε να λιποθυμήσει: τι θα τον ταΐσουμε Βασίλη αύριο τον παπά;, έφερες λεφτά;, κότα θα τον ταΐσουμε; Την άλλη μέρα πραγματικά μετά την εκκλησία πήγε στο σπίτι ο παπάς και φάγανε μια κότα. Ήτανε φιλότιμος ο παππούς σου.

Από αλλού ξεκινήσαμε αλλού φτάσαμε όμως, για λέγε πάλι με τα γελάδια στο χωριό.

            Τι να σου πω, ρωτάς κι’ εσύ κάτι πράγματα, που να θυμάμαι έπειτα από τόσα χρόνια ποιος είχε στο χωριό γελάδια. Η γιαγιά σου η Θανασία, η μάνα μου, να σου πω πως δεν έβαζε στο στόμα της καθόλου το βιδέλο.

Βιδέλο;, τι είναι αυτό;

            Πως με νευριάζεις, ούτε αυτό ξέρεις τι ήταν; Ο γέρο Μπούλος[1] είχε ένα ωραίο μοσχάρι και το έλεγαν Κοκκίνη. Μια φορά το έσφαξε όμως και πούλησε το βιδέλο στο χωριό. Εγώ τότε ήμουν αγέννητη αλλά έμαθα την ιστορία μετά, έτρωγαν στο τραπέζι το βιδέλο και η θειά μου η Κωνσταντίνα η αδελφή του παππού σου του Τάσου, όπως το βάζει στο στόμα της είπε: άχ Κοκκίνη μου τι σ’ έμελλε να πάθεις!  Σαν άκουσε η γιαγιά σου η Θανασία το λόγο εκείνο, δεν έβαλε ξανά βιδέλο στο στόμα της.

Δηλαδή βιδέλο είναι το κρέας του μοσχαριού;, πρώτη φορά το ακούω, μήπως κάνεις λάθος;

            Τι λάθος να κάνω;, αφού έτσι το έλεγαν: «πήρα δυό οκάδες βιδέλο». Μια άλλη φορά, είχε πάρει η μάνα μου τρείς τέσσερις οκάδες βιδέλο που είχε σφάξει ο Παρασκευάς[2] ένα μοσχάρι καλό. Σου είπα, εκείνη δεν το έτρωγε αλλά για εμάς τα παιδιά. Το έβαλε στον μεγάλο τέντζερη αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια, και του έκανε ένα βράσιμο με το νερό. Μετά, έχυσε το νερό κι’ έβαλε άλλο, έρριξε μέσα κρεμμύδια, μαϊντανό, βασιλικό, δεν θυμάμαι και τι άλλο έβαλε, και μετά πιάνει και κάνει με αλεύρι ζυμάρι. Αφού το έπλασε καλά, κλείνει τον τέντζερη και με το ζυμάρι τον σφράγισε. Τον είχε σε σιγανή φωτιά, έπειτα από δυό τρείς ώρες που τον άνοιξε μοσχοβόλησε το σπίτι, τι να σου πω, το βιδέλο ήταν το καλύτερο κρέας.

Αυτή η λέξη, το βιδέλο, ελληνική πάντως δεν είναι, ξέρεις τι είναι;

Εμένα ρωτάς;, Που να ξέρω;, εμείς στο χωριό τότε το μοσχαρίσιο κρέας το λέγαμε βιδέλο[3], έτσι το άκουσα, έτσι στο λέω.

 

 

 

 

 

Τις απαντήσεις στα ερωτήματα έδωσε η Μαρίνα Αναστασοπούλου

Opsarion.gr      

 



[1] Ο Αναστάσιος Μαυραειδόπουλος.

[2] Ο Παρασκευάς Σταματόπουλος.

[3] Ιταλική λέξη, Vitello, μοσχαρίσιο κρέας καθώς και κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού.