Η εύμορφη Γώγα ...

Η γέννηση

Στην πανσέληνο του Μαΐου, στην ιερότερη της χρονιάς, έμελλε να γεννηθεί η τρισεύγενη κόρη.  Κοντά στο ρέμα, το κελαριστό νερό με την βουή του σκέπαζε τις φωνές της γέννας. Λένε, σαν γεννηθείς κοντά σε νερά, θεά είσαι, η νεράιδα, η ξωτικό. Ή ακόμα και νύμφη από εκείνες τις παλιές που λέγουν τα ιερά γραφτά, εκείνα που έχουν τραγόμορφες φιγούρες να κυνηγάνε στα δάση.

Η μάνα της, νιά γυναίκα, είχε ξεχαστεί στον κηπάκο της οικογένειας και την πήρε η νύχτα. Από νωρίς το απόγευμα σκάλιζε το χώμα, τακτοποιούσε τα λαχανικά, έπιανε νερό από την λιμνούλα που είχε φτιάξει, έβαζε στην σειρά τις πέτρες που στέριωναν τα φυτά. Παρακείθε το ρέμα βούιζε και κατέβαινε ορμητικό. Στην περασιά του, δεξιά κι αριστερά της όχθης του, μικροί κήποι εμφανίζονταν, περιποιημένοι, καθαροί. Οι χωρικοί, στον άγονο τούτο τόπο, εκμεταλλεύονταν κάθε σπιθαμή γης που μπορεί να δώσει καρπό για τις φαμελιές τους.

Έπεσεν όμως η νύχτα και η νιά γυναίκα, είχε ξεχάσει πως ήταν στον μήνα της, εγκυμονούσα. Αλλά τότε, την στιγμή που ξεπρόβαλε τ’ ολόγιομο φεγγάρι και φώτιζε την ρεματιά, την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Έσκουξε με απελπισία. Το χωριό δεν ήταν μακριά αλλά ποιος θα την άκουγε την δύστυχη; Ποιος θ’ ερχόταν στο πλάγι της για βοήθεια;

Η συνέχεια στο αρχείο  PDF 





 




Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος