Ηράκλειτος ο εξ Εφέσου ...

Η Έφεσος ήτο η διασημοτέρα πόλις της Ιωνίας. Ιδρυθείσα περί το 1000 π.χ. υπό Αθηναίων απόίκων, ευημέρησεν εκμεταλευομένη το εμπόριον τόσον του Καϋστρου όσον και του Μαιάνδρου. Ο πληθυσμός, η θρησκεία και η τέχνη της περιείχεν έντονα ανατολικά στοιχεία. Η Άρτεμις, η οποία ελατρεύετο εκεί, ήρχιζε και ετελείωνεν ως ανατολική θεά της μητρότητος και της γονιμότητος. Ο περιώνυμος ναός της κατεστράφη και εκτίσθη πολλάς φοράς. Ο πρώτος ναός, που ήτο προφανώς το πρώτον σπουδαίον κτίριον Ιωνικού ρυθμού, ανηγέρθη περί το 600 π.χ. εις την τοποθεσίαν ενός παλαιού βωμού, ο οποίος είχε κτισθή και καταστραφεί δύο φοράς. Ο δεύτερος ναός ανηγέρθη περί το 540 π.χ. κατά μέγα μέρος εκ της γενναιοδωρίας του Κροίσου. Τα σχέδια του ναού εξεπονήθησαν υπό του Παιωνίου του εξ Εφέσου, του Θεοδώρου του εκ Σάμου και του Δημητρίου, ιερέως του βωμού. Ήτο ο μεγαλύτερος ελληνικός ναός που είχε κτισθή έως τότε και εθεωρείτο από τα Επτά Θαύματα[1] του κόσμου.

Η πόλις ήτο γνωστή όχι μόνον δια τον ναό της, αλλά και δια τους ποιητάς, τους φιλοσόφους και τας πολυτελώς ενδεδυμένας γυναίκας της. Εδώ το 690 π.χ. έζησεν ο Καλλίνος, ο πρώτος γνωστός ελεγειακός ποιητής της Ελλάδος. Πολύ μεγαλύτερος ήτο ο Ιππώναξ, ο οποίος περί το 550 π.χ. έγραψε ποιήματα που είχαν τόσην τραχύτητα, οξύτητα πνεύματος και λεπτότητα μετρικού ρυθμού, ώστε όλη η Ελλάς ήρχισε να ομιλή δι’ αυτόν και όλη η Έφεσος να τον μισή. Ήτο κοντός και λεπτός, χωλός και παραμορφωμένος και απολύτως δυσάρεστος. Η γυναίκα, λέγει είς έν από τα σωζόμενα αποσπάσματά του, φέρει δύο ημέρας ευτυχίας εις τον άνδρα: «μίαν όταν την νυμφεύεται και μία όταν την θάπτη».

Ήτο αμείλικτος σατιρικός και εμυκτήρισεν όλους τους Εφεσίους από του ταπεινότερου εγκληματίου μέχρι του αρχιερέως του ναού. Όταν δύο γλύπται, ο Βούπαλος και ο Άθηνις, επέδειξαν μίαν κομψήν γελοιογραφία του, επετέθη εναντίον των με τόσον δριμείς στίχους, ώστε μερικοί εξ αυτών απεδείχθησαν διαρκέστεροι από το μάρμαρόν των και ενίκησαν τον χρόνον. «Κρατήστε τον μανδύαν μου, λέγει ένας χαρακτηριστικός στίχος, θα χτυπήσω του Βούπαλον εις το μάτι. Είμαι αμφιδέξιος και ουδέποτε αστοχώ». Η παράδοσις λέγει ότι ο Ιππώναξ ηυτοκτόνησεν. Αλλ’ ίσως αυτό να ήτο απλώς μία γενική επιθυμία.

Το ενδοξότερον τέκνον της Εφέσου ήτο ο Ηράκλειτος. Εγεννήθη περί το 530 π.χ. εξ ευγενούς οικογενείας και επίστευεν ότι η δημοκρατία ήτο λάθος. «Υπάρχουν πολλοί κακοί, αλλ’ ολίγοι καλοί», έλεγε, και «ένας άνθρωπος δι’ εμέ αξίζει όσοι δέκα χιλιάδες, εάν είναι ο καλύτερος». Αλλ’ ακόμη και οι αριστροκράται δεν του άρεσαν, ούτε οι σοφοί. «Η μεγάλη μάθησις, έγραφε, δεν διαμορφώνει το πνεύμα. Εάν το έπραττε, θα εδίδασκε τον Ησίοδον, τον Πυθαγόραν, τον Ξενοφάνην και τον Εκαταίον». «Διότι η μόνη πραγματική σοφία είναι η γνώσις της ιδέας εκείνης η οποία αφ’ εαυτής θα εκυβέρνα τα πάντα εις πάσαν περίπτωσιν». Επήγε λοιπόν ως Κινέζος σοφός να ζήση εις τα όρη και να εύρη την μίαν ιδέαν, η οποία θα εξήγει τα πάντα.

Μη καταδεχόμενος να εκθέση τα συμπεράσματά του με λέξεις κατανοητάς εις τους κοινούς ανθρώπους, και αναζητών εις την ασάφειαν του λόγου κάποιαν προστασίαν από τα κόμματα και τον όχλον που κατέστρεψαν την ατομικότητα, εξέφρασε τας απόψεις του εις νευρώδη και αινιγματικά αποφθέγματα «Περί Φύσεως», τα οποία κατέθεσεν εις τον ναόν της Αρτέμιδος.

Είς την σύγχρονον μας φιλολογίαν ο Ηράκλειτος παρουσιάζεται ως στηρίζων την φιλοσοφίαν του επί της αντιλήψεως της μεταβολής. Αλλά τα σωζόμενα αποσπάσματα δεν θεμελιώνουν αυτήν την ερμηνείαν. Όπως οι περισσότεροι φιλόσοφοι ήθελε να εύρη το ΕΝ οπίσω από τα ΠΟΛΛΑ, κάποιαν λογικήν ενότητα και τάξιν μέσα εις την χαώδη πλημμυρίδα και πολλαπλότητα του κόσμου. «Έν το πάν», είπε με το ίδιο πάθος όπως και ο Παρμενίδης. Το πρόβλημα της φιλοσοφίας ήτο τό τί είναι αυτό το έν; Ο Ηράκλειτος απήντησε: το Πύρ. Ίσως να επηρεάσθη αυτό από την περσικήν πυρολατρείαν.

 Εάν κρίνωμεν από την ταύτισιν του πυρός με την ψυχήν και τον θεόν, πιθανώς να εχρησιμοποίησε τον όρον συμβολικώς όσον και κυριολεκτικώς, εννοών ταυτοχρόνως την ενέργειαν και το πύρ. Τα αποσπάσματα δεν επιτρέπουν βεβαιότητα. «Αυτός ο κόσμος … δεν έγινεν ούτε από τον θεόν ούτε από τον άνθρωπον, αλλ’ υπήρξε πάντοτε και είναι και θα είναι αείζωον πύρ, αιθόμενον μέτρω και σβεννύμενον μέτρω». Το πάν είναι μία μορφή πυρός, είτε εις την «κάθοδον» του πυρός δια της προοδευτικής συμπυκνώσεως εις υγρασίαν ύδωρ και γήν, είτε δια της «ανόδου» από την γήν, εις το ύδωρ, εις την υγρασίαν, εις το πύρ.

Αν και ευρίσκει μίαν παρήγορον σταθερότητα ως το Αιώνιον Πύρ, ο Ηράκλειτος ταράσσεται από τας ατελευτήτους μεταμορφώσεις του. Και ο δεύτερος πυρήν της σκέψεως του είναι η αιωνιότης και η πανταχού παρουσία της αλλαγής. Δεν ευρίσκει τίποτε στατικόν εις τον κόσμον, την διάνοιαν ή την ψυχήν. Τίποτα δεν υπάρχει, όλα γίνονται. Καμία κατάστασις δεν παραμένει αμετάβλητος έστω και προς στιγμήν. Το πάν παύει να είναι ό,τι ήτο και γίνεται ό,τι θα είναι.

Τα σωζόμενα αποφθέγματά του δεν περιέχουν το περίφημον απόφθεγμα: «τα πάντα ρεί, ουδέν μένει». Αλλ’ η αρχαιότης το αποδίδει ομοφώνως εις τον Ηράκλειτον. «Δεν ημπορείς να εισέλθεις δίς εις τον ίδιον ποταμόν, διότι τα ύδατα ρέουν αιωνίως». «Είμεθα και δεν είμεθα». Εδώ, όπως και εις τον Έγελον, το Σύμπαν είναι έν απέραντον γίγνεσθαι. Η πολλαπλότης, η ποικιλία, η αλλαγή είναι τόσον πραγματικά όσον και τον Έν. Τα Πολλά είναι το Έν. Κάθε αλλαγή είναι ένα πέρασμα των πραγμάτων προς ή από την κατάστασιν του πυρός. Το Έν είναι τα Πολλά. Ακόμη και μέσα εις την καρδίαν του πυρός πτερουγίζει η ακατάπαυστος αλλαγή.

Από εδώ ο Ηράκλειτος περνά εις το τρίτον στοιχείον της φιλοσοφίας του – την ενότητα των αντιθέσεων, την αλληεξάρτησιν των αντιθέτων, την αρμονίαν της πάλης. «Ο θεός είναι ημέρα και νύξ, χειμών και θέρος, πόλεμος και ειρήνη, κόρος και πείνα». «Το καλόν και το κακόν είναι το ίδιον. Η αρετή και η κακία μία». «Η ζωή και ο θάνατος είναι το ίδιον, επίσης η εγρήγορσις και ο ύπνος, η νεότης και το γήρας». Όλα αυτά τα αντίθετα είναι στάδια εις μίαν κυμαινομένην κίνησιν, στιγμαί του αιωνίου μεταβαλλομένου πυρός. Έκαστον μέλος εις ένα αντίθετον ζεύγος είναι αναγκαίον δια την σημασίαν και την ύπαρξιν του ετέρου. Η πραγματικότης είναι έντασις και η αλληλεπίδρασις, η εναλλαγή και η ανταλλαγή, η ενότης και η αρμονία των αντιθέτων. «Δεν αντιλαμβάνονται πως εκείνο το οποίον διαφέρει από τον εαυτόν του, συμφωνεί με τον εαυτόν του. Υπάρχει συντονισμός αντιθέτων τάσεων όπως εις το τόξον και την άρπαν».

Όπως η έντασις της χορδής, η οποία χαλαρουμένη ή τανυομένη δημιουργεί την αρμονίαν των κραδασμών, που ονομάζεται μουσική ή νότα, ούτω και η εναλλαγή και η πάλη των αντιθέτων δημιουργεί την ουσίαν και την σημασίαν και την αρμονίαν της ζωής και της αλλαγής. Εις την πάλην οργανισμού προς οργανισμόν, ανθρώπου προς άνθρωπον, ανδρός προς γυναίκα, γενεάς προς γενεάν, τάξεως προς τάξιν, έθνους προς έθνος, ιδέας προς ιδέαν, πίστεως προς πίστιν, αι αντιμαχόμεναι αντιθέσεις, είναι το στημόνι και το υφάδι του αργαλειού της ζωής, που εργάζονται δι’ αντιθέτους σκοπούς δια να παραγάγουν την αόρατον ενότητα και κρυφήν αρμονία του συνόλου. «Από τα πράγματα που διαφέρουν προέρχεται ο ωραιότερος συντονισμός».

Και αι τρείς αυταί αρχαί – πύρ, αλλαγή και ενότης των αντιθέσεων – ενυπάρχουν εις την αντίληψιν του Ηρακλείτου περί ψυχής και θεού. Μειδιά με εκείνους που «προσπαθούν ματαίως να εξαγνισθούν από την ενοχήν του αίματος μιαίνοντες τον εαυτόν των με αίμαι» ή που «προσφέρουν δεήσεις εις τα αγάλματα αυτά εδώ – και είναι ωσάν να συνομιλούν με οικίας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τίποτε περί της πραγματικής φύσεως των θεών». Ούτε δέχεται την ατομικήν αθανασίαν. Όπως όλα τα πράγματα, και ο άνθρωπος επίσης είναι μία μεταβλητή και άστατος φλόγα, «που ανάβει και σβύνει όπως το φώς την νύκτα». Αλλά και πάλιν ο άνθρωπος είναι πύρ.

Η ψυχή ή ζωτική αρχή είναι μέρος της αιωνίας ενεργείας που υπάρχει εις όλα τα πράγματα. Και ως ενέργεια ουδέποτε αποθνήσκει. Ο θάνατος και η γέννησις είναι αυθαίρετα σημεία λαμβανόμενα εις τον ρούν των πραγμάτων υπό του αναλυτικού ανθρωπίνου πνεύματος. Αλλά από την αμερόληπτον άποψιν του Σύμπαντος, είναι απλώς φάσεις της ατέρμονος αλλαγής των μορφών. Ανά πάσα στιγμήν κάποιο μέρος μας αποθνήσκει, ενώ το σύνολον ζή. Ανά πάν δευτερόλεπτον είς εξ ημών απόθνήσκει ενώ η Ζωή ζή. Ο θάνατος είναι μία αρχή καθώς και έν τέλος. Η γέννησις είναι έν τέλος καθώς και μία αρχή. Αι λέξεις μας, αι σκέψεις μας, ακόμη και τα ήθη μας είναι προλήψεις και αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα μας ως ατόμων και ομάδων. Η φιλοσοφία πρέπει να βλέπη τα πράγματα υπό το πρίσμα του συνόλου. «Δια τον θεόν όλα τα πράγματα είναι ωραία και καλά και ορθά. Οι άνθρωποι θεωρούν μερικά πράγματα εσφαλμένα και μερικά ορθά».

Όπως η ψυχή είναι μία περαστική γλώσσα της ακατάπαυστα μεταβαλλομένης φλόγας της ζωής, ούτω και ο θεός είναι το αιώνιον πύρ, η ακατάστροφος δύναμις του κόσμου. Είναι η ενότης που συνδέει όλα τα αντίθετα, η αρμονία όλων των εντάσεων, το άθροισμα και η σημασία πάσης πάλης. Αυτό το θείον πύρ, όπως και η ζωή (διότι τα δύο είναι παντού ένα), μεταβάλλει πάντοτε την μορφήν του και πάντοτε ανέρχεται ή κατέρχεται την κλίμακα της αλλαγής, και πάντοτε αναλίσκει και δημιουργεί έκ νέου τα πράγματα. Πράγματι, είς κάποιαν μακρυνήν ημέραν «το πύρ θα κρίνη και θα καταδικάση όλα τα πράγματα, θα τα καταστρέψη και θα ανοίξη τον δρόμον δια νέας μορφάς είς μίαν Τελευταίαν Κρίσιν ή καταστροφήν του κόσμου».

Μολοταύτα, η λειτουργία του Αθανάτου Πυρός δεν στερείται νοήματος και τάξεως. Εάν ημπορούσαμεν να αντιληφθώμεν τον κόσμον είς το σύνολόν του, θα τον εβλέπαμεν με μίαν απέραντον απρόσωπον σοφίαν, με έναν Λόγον. Και θα κατεβάλλομεν την προσπάθειαν να διαμορφώσωμεν την ζωήν μας συμφώνως προς αυτόν τον τρόπον της Φύσεως, αυτόν τον νόμον του Σύμπαντος, αυτήν την σοφίαν που είναι ο θεός. «Είναι φρόνιμον να ακούετε όχι εμέ αλλά τον Λόγον», να αναζητήτε και να ακολουθήτε την απεριόριστον λογικήν του συνόλου.

Όταν ο Ηράκλειτος εφαρμόζη είς την ηθικήν του αυτάς τας τέσσαρας βασικάς αντιλήψεις της σκέψεως του – ενέργεια, αλλαγή, ενότης αντιθέσεων και λογική του συνόλου – φωτίζει ολόκληρον την ζωήν και την ανθρωπίνην διαγωγήν. Η ενέργεια, υποταγμένη είς την λογικήν και συνδεδεμένη με την τάξιν, είναι το μεγαλύτερον αγαθόν. Η αλλαγή δεν είναι κακόν, αλλά δώρον. «Είς την αλλαγήν ευρίσκει κανείς ανάπαυσιν. Είναι κόπωσις να μοχθή κανείς πάντοτε είς τα ίδια πράγματα και πάντοτε να αρχίζη έκ νέου».

Η αμοιβαία ανάγκη των αντιθέσεων κάμνει κατανοητήν και άρα συγγνωστήν την πάλην και τα βάσανα της ζωής. «Δια τους ανθρώπους δεν είναι καλλίτερον να αποκτούν ό,τι επιθυμούν. Η ασθένεια κάμνει την υγείαν ευχάριστον. Το κακόν, καλόν. Την πείναν, κόρον. Τον μόχθον, ανάπαυσιν». Μέμφεται όσους επιθυμούν το τέλος της διαμάχης του κόσμου. Δίχως αυτήν την έντασιν δεν θα υπήρχε «συντονισμός», δεν θα υπήρχε ύφανσις του ιστού της ζωής, δεν θα υπήρχε ανάπτυξις. Η αρμονία δεν είναι τέλος συγκρούσεως, είναι μία έντασις, όπου ουδέν στοιχείον νικά οριστικώς, αλλ’ αμφότερα λειτουργούν απαραιτήτως (όπως ο ριζοσπαστισμός της νεότητος και η συντηρητικότης του γήρατος).

Ο αγών της ζωής είναι αναγκαίος, δια να χωρίζωνται οι καλλίτεροι από τους χειρότερους. «Ο αγών είναι ο πατήρ όλων και ο βασιλεύς όλων. Μερικούς τους εξέλεξε δια να είναι θεοί και μερικούς δια να είναι άνθρωποι. Μερικούς τους έκαμε σκλάβους και μερικούς ελευθέρους». Είς το τέλος η σύγκρουσις είναι δικαιοσύνη». Ο ανταγωνισμός των ατόμων, των ομάδων, των ειδών, των θεσμών και των αυτοκρατοριών, αποτελεί το ανώτατον δικαστήριον φύσεως, αι αποφάσεις του οποίου είναι ανέκκλητοι.

Έν τινι μέτρω, προητοίμασε την πρώτην σύγχρονον αντίληψιν περί φυσικού νόμου. Η αρετή ως υπακοή είς την φύσιν έγινε σύνθημα του Στωκισμού. Η ενότης των αντιθέσεων ανεζωογονήθη εντόνως είς τον Έγελον. Η ιδέα της αλλαγής επανήλθε με τον Μπέρξον. Η αντίληψις της συγκρούσεως και της πάλης ως καθοριζούσης όλα τα πράγματα επανεμφανίζεται είς τον Δαρβίνον, τον Σπένσερ και τον Νίτσε, ο οποίος ύστερα από είκοσι τέσσαρας αιώνας, συνεχίζει τον πόλεμον του Ηρακλείτου κατά της δημοκρατίας.

 

 

 

 

 

Will Durant



[1] Τα άλλα έξ θαύματα ήσαν οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος, ο Φάρος της Αλεξανδρείας, ο Κολοσσός της Ρόδου, ο Ζεύς του Φειδίου εις την Ολυμπίαν, ο τάφος του Μαυσώλου εις την Αλικαρνασσόν και οι Πυραμίδες της Αιγύπτου. Ο Πλίνιος λέγει ότι ο δεύτερος ναός είχεν ύψος 425 και πλάτος 225 ποδών και 127 κίονας ύψους 60 ποδών, πολλοί εκ των οποίων εκοσμούντο με αναάγλυφα. Συνεπληρώθη το 420 π.χ. κατόπιν εργασίας ενός αιώνος και κατεστράφη έκ πυρκαϊάς το 356 π.χ.