Η "πρέζα" στο Ψάρι στα πισινά χρόνια ...

Στο χωριό μας υπάρχουν πολλά ρέματα. Σήμερα δεν τους δίνουμε καμιά σημασία. Τα προσπερνάμε αδιάφοροι. Όμως, στην ακμή του χωριού μας αυτά έδιναν ζωή. Διότι υπήρχαν στα σπλάχνα τους οι μικροί κήποι. Κάθε οικογένεια είχε στην άκρη ενός ρέματος έναν κηπάκο και καλλιεργούσε τα ελέη του θεού. Φρέσκα και υγιεινά λαχανικά, δίχως λιπάσματα και λοιπά δηλητήρια που συνηθίζονται σήμερα. Και νερό άφθονο έρρεε όλες τις εποχές του χρόνου.

            Την καλοκαιρινή περίοδο τα ρέματα τα συντηρούσαν κυρίως οι πηγές. Μα και οι κατεβασιές από τις καλοκαιρινές μπόρες. Οι καλλιέργειες υπήρχαν και στα απομακρυσμένα από το χωριό μας ρέματα.  Μέσα στο χωριό, η βρύση Μπουσμπούνα συντηρούσε το ρέμα που πήγαινε προς του Μπερτσακώπου. Νερό καλό βαστούσε και η μικρή ρεματιά που έφτανε στην Μπουσμπούνα και από την Ρούγα. Αλλά και η χούνη του “Αναστάση” περνούσε βόρεια από το σπίτι του Τάσου Ιω. Καλκανά, έβγαινε στην νότια πλευρά του σπιτιού του Γιώργη Λιακόπουλου, εφαπτόταν με τα σπίτια των Σταυροπουλαίων, συνέχιζε και περνούσε μπροστά από τα σπίτια του Μαρίνη Πανουσόπουλου, των Γκιωναίων αδελφών Γιωργάκου,Τασουλάκου, και Αριστείρη, και κατέληγε στην Μπουσμπούνα.

            Δικαίως η Μπουσμπούνα λεγόταν το κέντρο του χωριού κι ας ήταν στην άκρη του! Ήταν πηγή ζωής. Τα ρέματα φυσικά υπάρχουν και σήμερα, αλλά η διαδρομή του νερού δεν είναι πλέον διακριτή με τόση βλάστηση που υπάρχει σε αυτά.

            Έξω από το χωριό σε κοντινή απόσταση, είχαμε – έχουμε δηλαδή, τα ρέματα του Κουριαλού με την ομώνυμη βρύση και τις βρύσες “Αποστόλη” και “Κρεμάδε” που βρίσκονται στην κοίτη του ίδιου ρέματος. Έχουμε το ρέμα “Μπρεϊκόνι” που αρχίζει από τις “Βάρζες” και ενώνεται αρκετά έξω από το χωριό προς τα ανατολικά με το ρέμα του Μπερτσακώπου – που και αυτό ενώθηκε πρωτύτερα με το ρέμα του Πλιάκου που ξεκινά από του “Καρακάξη” και “Λακασίμη”

            Λίγο μακρύτερα προς τα βόρεια, έχουμε το ρέμα στου Κρυφτώχου και φυσικά το ρέμα της Γκούρας όπου κι εκεί υπήρχαν κήποι.  Στην αντίθετη πλευρά του χωριού, προς τα νότια υπάρχει η Σκόζα και εν γένει όπου κι αν γυρίσει η ματιά σου θα αντικρίσεις ρεματιές.

            Σε όλα σχεδόν τα ρέματα που ήσαν κοντά ή μέσα στο χωριό, εκτός από τα λαχανικά της εποχής, καλλιεργούσαν κι ένα άλλο φυτό, μάλλον μεγάλο και πολύ όμορφο, σύμφωνα με τις περιγραφές. Καπνό το έλεγαν. Όταν έφτανε στην ωριμότητά του, το έκοβαν από τα κάτω προς τα πάνω και το στέγνωναν. Μετά το έλιαζαν για μερικές ημέρες και το έκοβαν μικρά – μικρά κομμάτια και το έβαζαν στις ταμπακιέρες τους. Και το βράδυ στο παραγώνι, δίπλα στην φωτιά και στην σχόλη, άνοιγαν την ταμπακιέρα οι γερόντοι και ρουφούσαν καπνό από την μύτη!

            Καλά Μάνα (ο πληροφορητής της παρούσης ιστορίας), τι σόι καπνός ήταν αυτός; Σκάζοντας στα γέλια η μάνα μου είπε: “τι να σου πω, κάθε βράδυ ο παππούς μου (ο γερό Αλεξούλης που πέθανε 105 ή 110 χρονών), ξάπλωνε στο κρεβάτι του στο πλάγι και ρουφούσε καπνό. Του έλεγε η μάνα μου (Η Αθανασία Πανουσοπούλου), έλα βρε γέρο κάθε βράδυ ρουφάς, τι καταλαβαίνεις; Και της έλεγε ο παππούς μου, ά νύφη για το φτέρνισμα το κάνω. Ανασταίνει νεκρούς αυτό το πράγμα!”

            Και δεν μου λές μάνα, άλλοι στο χωριό ρουφούσαν καπνό; Πάλι γέλια η μάνα: “ο μπάρμας μου Δημήτρης από πάνω, τα ίδια κι αυτός, ο γέρο Ντέντες, οι Κουσουραίοι έσπειραν τον καπνό τους δίπλα στη χούνη κοντά στο πηγάδι. Απ' ότι άκουγα, σχεδόν όλοι είχαν καπνό και ρουφούσαν”. Άκουγα του παππούλη μου τον γέρο Αλεξούλη που έλεγε ανοίγοντας την ταμπακιέρα του, άϊντε, λίγη πρέζα να αναστηθούμε”

            Καλά βρε μάνα, πως και θυμήθηκες τώρα τούτη την ιστορία; “Τι να σου πω, έβλεπα ειδήσεις και κάπου άκουσα για κάποιους που συνελήφθησαν για πρέζα” Και θυμήθηκα τον παππούλη μου!”

            Τα ρέματα του χωριού μας, είχαν κήπους. Και οι κήποι είχαν ντοματούλες, κολοκυθιές, φασολάκια, πιπεριές, μπάμιες, κρεμμύδια, μελιτζάνες. Είχαν και καπνό. Και ο καπνός εκείνος ανάσταινε και νεκρούς! ...

           

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος